Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εντείνει τις ενέργειές του για περιορισμό της φοροδιαφυγής, απ’ όπου κι αν προέρχεται, ώστε να μπει φρένο στους επιτήδειους που ζημιώνουν το Δημόσιο αλλά και τους συνεπείς φορολογούμενους.
Η παραοικονομία άλλωστε αποτελεί μια ανοιχτή πληγή για τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού και κατ’ επέκταση για το δημόσιο συμφέρον, λόγος για τον οποίο και εντείνονται οι έλεγχοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ώστε να περιοριστούν τα κρούσματα ξεπλύματος μαύρου χρήματος αλλά ταυτόχρονα και μεγάλης φοροδιαφυγής.
Τα αποτελέσματα μάλιστα των εν λόγω ελέγχων είναι ορατά ήδη και μάλιστα αρκετές υποθέσεις φοροφυγάδων και μεγαλοοφειλετών έχουν παραπεμφθεί προς έλεγχο στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με τις μηνυτήριες αναφορές εναντίον όσων φέρονται να εμπλέκονται στις εν λόγω υποθέσεις να πέφτουν βροχή.
Οι υποθέσεις το πρώτο 4μηνο
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, στο διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου 2024 ο φοροελεγκτικός μηχανισμός απέστειλε στην ανωτέρω Αρχή 312 υποθέσεις, εκ των οποίων οι 135 αφορούν βεβαιωμένη φοροδιαφυγή, που θα ελεγχθούν και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ενώ οι υπόλοιπες 177 αφορούν χρέη προς το Δημόσιο τα οποία χρήζουν εμπεριστατωμένου ελέγχου.
Επισημαίνεται ότι από το ανωτέρω σύνολο των 135 υποθέσεων των οποίων οι φορολογούμενοι και επιχειρήσεις κατηγορούνται για βεβαιωμένη φοροδιαφυγή που ξεπερνά τις 50.000 ευρώ, οι 44 προέκυψαν από ελέγχους του Ιανουαρίου, οι 43 τον Φεβρουάριο, οι 29 τον Μάρτιο και οι 19 τον Απρίλιο.
Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι το συνολικό ύψος της φοροδιαφυγής που καταλογίστηκε στις συγκεκριμένες υποθέσεις φοροδιαφυγής που εντόπισαν οι φορολογικές αρχές ανήλθε σε 500,70 εκατ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, το ίδιο χρονικό διάστημα, Ιανουαρίου – Απριλίου, εστάλησαν στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες 177 υποθέσεις φορολογουμένων με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο άνω των 50.000 ευρώ, η συνολική οφειλή των οποίων ανέρχεται σε 182,02 εκατ. ευρώ.
Επίσης, στο διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου, στο πλαίσιο της ανταλλαγής «ύποπτων» υποθέσεων, η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες απέστειλε στις ελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ «ύποπτες» υποθέσεις προς έλεγχο συγκεκριμένων προσώπων, αφού σε κάθε περίπτωση τα πρόσωπα που κατηγορούνται ξέπλυμα μαύρου χρήματος ελέγχονται και για φοροδιαφυγή ή για οφειλές προς το Δημόσιο.
Έτσι, η Αρχή για το Ξέπλυμα αποστέλλει στην εφορία όλες τις υποθέσεις που διερευνώνται για μαύρο χρήμα.
Ειδικότερα, στο πρώτο τετράμηνο η Αρχή απέστειλε στην ΑΑΔΕ 54 βαριές υποθέσεις μαύρου χρήματος για να ερευνηθούν για φοροδιαφυγή και οι φορολογικές αρχές εξέδωσαν τις σχετικές εντολές ελέγχου, με τα βεβαιωθέντα ποσά να προσεγγίζουν τα 3,210 εκατ. ευρώ.
Επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο καταπολέμησης της διακίνησης του μαύρου χρήματος σημαντικές αλλαγές επήλθαν με τον νόμο 4816/2021, ο οποίος τροποποίησε διατάξεις του βασικού νόμου για το ξέπλυμα (4557/2018) και άλλαξε, μεταξύ άλλων, τον κατάλογο των παραβάσεων που εντάσσονται στα «βασικά αδικήματα».
Έτσι, στα βασικά αδικήματα που ενεργοποιούν πλέον τη διαδικασία δίωξης για ξέπλυμα εντάσσονται η αποφυγή πληρωμής φόρων εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ πλοίων, ενώ εξαιρούνται οι εμπλεκόμενοι σε πλαστά και εικονικά τιμολόγια, όπως και η διασυνοριακή απάτη στον ΦΠΑ.
Ταυτόχρονα, άλλαξε και η διαδικασία της δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, ενώ δεν ισχύουν για τους κατηγορούμενους οι διατάξεις περί τραπεζικού, φορολογικού, τηλεπικοινωνιακού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου.
Σε κάθε περίπτωση, για τους πλειστηριασμούς κατοικιών, αλλά και την εκδίκαση φορολογικών διαφορών, αρμόδια είναι τα δικαστήρια που είναι κοντά στην έδρα του οφειλέτη ή του φορολογούμενου.
Τι συνιστά έγκλημα φοροδιαφυγής
Αναλυτικότερα, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση:
α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη,
β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές,
γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο τον φόρο αυτόν.
Κομβικός ο ρόλος της Αρχής
Όσον αφορά τον ρόλο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, αυτή μπορεί με βάση το άρθρο
34 παρ.1 του ν.4557/2018 να διαβιβάζει και να ανταλλάσσει πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης με τις αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες, καθώς και με τις εποπτικές αρχές του άρθρου 6 του ν.4557/2018, εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται αναγκαίες για το έργο τους και για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή διαβιβάζει πληροφορίες στις υπηρεσίες της ΑΑΔΕ για πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες διάπραξης αδικημάτων που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου να εξεταστεί, να ελεγχθεί και να αποδειχθεί ή όχι η διάπραξή τους.
Κάθε Έγγραφο Παροχής Πληροφοριών/Υπόθεση της Αρχής ενδέχεται να περιλαμβάνει πληροφορίες για περισσότερα του ενός εμπλεκόμενα πρόσωπα, εφόσον αυτά σχετίζονται με την ίδια υπόθεση.