Η Ελλάδα έχει να ωφεληθεί περισσότερο από τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, καθώς η αλλαγή στη νομισματική πολιτική θα τη βρει πλέον με επενδυτική αξιολόγηση και με υψηλά αποθέματα ρευστότητας προς αξιοποίηση στον τραπεζικό τομέα, τονίζει ο Νίκος Μαγγίνας, επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική» και στον Μιχάλη Ψύλο. «Το πιο σημαντικό είναι η εμπέδωση στις αγορές της πεποίθησης ότι έχουμε εισέλθει σε σταθερή τροχιά μείωσης με ορίζοντα διετίας έτσι ώστε να προσαρμοστούν αντιστοίχως τα πιο μακροχρόνια επιτόκια δίνοντας το κατάλληλο σήμα και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό πιστεύω ότι εκτός απροόπτου θα γίνει μέχρι το 4ο τρίμηνο του έτους», σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας.
Ο κ. Μαγγίνας, ερωτηθείς αν η χώρα μας πρέπει να διανύσει μεγάλη απόσταση για να συγκλίνει με το μέσο όρο της ΕΕ, τονίζει χαρακτηριστικά: «Πράγματι η σχετική απόκλιση από το μέσο όρο της ΕΕ είναι σημαντική όπως πιστοποιείται και από τα επικαιροποιημένα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Eurostat τα οποία δείχνουν ότι έχουμε υποχωρήσει στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ προσαρμοσμένο για τη σχετική αγοραστική δύναμη των κατοίκων, από ιστορικό υψηλό 95% το 2009. Επιτρέψτε μου να τονίσω σε αυτό το σημείο: i) ότι η κορύφωση της σχετικής μας θέσης συνδυάστηκε με διψήφια, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δίδυμα ελλείματα τόσο δημοσιονομικά όσο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ii) ότι κατά τη βαθιά δεκαετή κρίση το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 27% ενώ αυτό της ΕΕ αυξήθηκε κατά περίπου 20% , iii) από τις ίδιες στατιστικές επίσης προκύπτει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 25% από το 2018 και – κάτι που ίσως εκπλήσσει – είναι περίπου 10% υψηλότερο από το 2009 αλλά με επιδείνωση των δεικτών ανισότητας».
Κλειδί η παραγωγική εμβάθυνση και η ανταγωνιστικότητα
Είναι εμφανές, υπογραμμίζει ο Νίκος Μαγγίνας, «ότι είμαστε σε καλή τροχιά όμως η πρόκληση έγκειται στη δημιουργία προϋποθέσεων μακροχρόνια βιώσιμης αναπτυξιακής δυναμικής έτσι ώστε να μειώνουμε διαρκώς την απόσταση από ένα κινούμενο ανοδικά στόχο. Το κλειδί είναι η παραγωγική εμβάθυνση και η ανταγωνιστικότητα καθώς καμία πολιτική αναδιανομής ή δημοσιονομικής στήριξης δεν μπορεί να εξασφαλίσει μακροχρόνια την ευημερία και την πραγματική σύγκλιση».
Αναφορικά με τον αναγκαίο μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου, σημειώνει: «Η μείωση του ελλείμματος θεσμικής ανταγωνιστικότητας και η αναβάθμιση των υποδομών σε συνδυασμό με βαθιές, χωρίς συμβιβασμούς τομές στην παιδεία, αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για μια συμπεριληπτική ανάπτυξη».
Μεγαλύτερη δικαιοσύνη στα φορολογικά βάρη
«Παράλληλα», προσθέτει ο Νίκος Μαγγίνας, «πρέπει να αυξηθεί η δικαιοσύνη στην κατανομή των φορολογικών βαρών. Τα αντικίνητρα για σκιώδεις δραστηριότητες επιχειρήσεων και νοικοκυριών πρέπει να ενισχυθούν όσο και οι έλεγχοι για απόκρυψη μέρους της φορολογικής βάσης μέσω κατάχρησης εταιρικών πρακτικών ακόμη και από μεγάλες εταιρίες. Το ίδιο ισχύει και με την εφαρμογή κανόνων ανταγωνισμού και την προληπτική αποτροπή συσσώρευσης ολιγοπωλιακής ή μονοπωλιακής ισχύος σε τομείς της αγοράς. Όλες οι διαρθρωτικές τομές και προγράμματα κινήτρων θα πρέπει να στοχεύουν σε δαπάνες και επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα και εξασφαλίζουν την αναβάθμιση και επανακατάρτιση του ανθρώπινου κεφαλαίου στοχεύοντας σε τομείς υψηλότερης προστιθέμενης αξίας αλλά και την ενθάρρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να κινηθούν πέραν των “παραδοσιακών” τους δραστηριοτήτων και κλάδων. Ο παραγωγικός μετασχηματισμός απαιτεί μία αλληλουχία και συνέπεια ενεργειών από πολλούς φορείς και δρώντες, δεν υπάρχει μία καταλυτική παρέμβαση αλλά πολλαπλές δράσεις με στρατηγική στόχευση και μακροχρόνια συνέπεια».
Επενδυτικό κενό
Τι μπορεί να γίνει όμως με το κενό στις λεγόμενες «παραγωγικές επενδύσεις»;
«Πράγματι το ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στο ΑΕΠ συρρικνώθηκε δραματικά την προηγούμενη δεκαετία (από 23% σε περίπου 10%), με τα 2/3 των απωλειών να αφορούν τις κατασκευές», τονίζει. «Όσον αφορά τις επιχειρηματικές επενδύσεις βλέπουμε μια ανάκαμψη η οποία είναι πιο αισθητή σε κατηγορίες με ισχυρότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα όπως ο μηχανολογικός εξοπλισμός, τεχνολογίες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών καθώς και δαπάνες που σχετίζονται με δικαιώματα ιδιοκτησίας και άυλα κεφαλαιουχικά αγαθά. Οι τελευταίες κατηγορίες βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά και έχουν συντείνει σε συρρίκνωση της απόστασης από την ΕΕ με αύξηση του επιπέδου των επενδύσεων (εκτός κατασκευών) κατά 40% την προηγούμενη 5ετία. Δεδομένου ότι αναμένεται επιτάχυνση των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ τα επόμενα χρόνια θεωρώ ότι η ανοδική δυναμική θα ενισχυθεί και θα συνοδευθεί από υψηλότερη ποιότητα των επενδύσεων που θα συντείνει σε ταχύτερη συρρίκνωση του παραγωγικού κενού».
Αγωνία για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης
Στο ερώτημα αν είναι αποτελεσματική η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ο Νίκος Μαγγίνας σημειώνει: «Αγωνιώ περισσότερο για τον τελικό τρόπο και τη φιλοδοξία με την οποία οι τελικοί αποδέκτες θα χρησιμοποιήσουν τα κονδύλια καθώς από την μελλοντική τους στρατηγική – πέραν του ορίζοντα του ΤΑΑ – από την οποία θα εξαρτηθεί και το τελικό μακροχρόνιο αναπτυξιακό αποτέλεσμα». Πάντως, προσθέτει, «η ταχύτητα απορρόφησης – που συνδέεται με συγκεκριμένα ορόσημα και κριτήρια – παραμένει πολύ ικανοποιητική προσεγγίζοντας το 50% των διαθέσιμων πόρων που συνιστά εκ των κορυφαίων επιδόσεων στην ΕΕ. Η μετατροπή της ανωτέρω χρηματοδότησης σε τελική δαπάνη είναι βραδύτερη (υπολείπεται του ¼ των διαθέσιμων πόρων) λόγω αναμενόμενων καθυστερήσεων στη ροή υλοποίησης πιο σύνθετων έργων αλλά και δράσεων που απαιτούν το συντονισμό πολλών φορέων».
Αναφορικά με το δημόσιο χρέος που είναι το υψηλότερο σε όλη την Ευρώπη, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας εξηγεί: «Πράγματι έχουμε το υψηλότερο χρέος, αλλά πλέον, και το ταχύτερα μειούμενο – κατά 45% του ΑΕΠ την προηγούμενη τριετία – με τις εκτιμήσεις των περισσότερων φορέων να δείχνουν περαιτέρω μείωση κάτω από το 140% μέχρι το 2028 με υποχώρηση χαμηλότερα από την Ιταλία ακόμη νωρίτερα. Η διακράτηση σχεδόν των ¾ του χρέους μας από θεσμικούς φορείς της ΕΕ και η πρωτοφανής σε αποτελεσματικότητα διαχείρισή του, εξηγούν την εξαιρετικά μακρά του διάρκεια (σχεδόν 20έτη) και το πολύ χαμηλό μεσοσταθμικό επιτόκιο (χαμηλότερο του 2%). Δεν μπορώ να εντοπίσω κάποιο πλεονέκτημα στο να χρησιμοποιούσαμε τις περιορισμένες εγχώριες αποταμιεύσεις για να ανακυκλώνουμε το χρέος μας με πολύ υψηλότερο κόστος, όταν στοχεύουμε στη εύρεση πόρων για να στηρίξουμε αποτελεσματικότερα τις επενδύσεις και την υγιή δραστηριότητα».
Ρηχή η παραγωγική βάση
Ερωτηθείς αν ανησυχεί για την αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τονίζει: «Έκτακτοι παράγοντες που σχετίζονταν με το παγκόσμιο πληθωρισμό κυρίως αναφορικά με πρώτες ύλες αλλά και η ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν σε υψηλότερο εξωτερικό έλλειμμα τα τελευταία χρόνια παρά την αποκλιμάκωση κατά 4% του ΑΕΠ το 2023. Η παραγωγική βάση της οικονομίας είναι ακόμη ρηχή και οι επενδύσεις σε παραγωγικές εισροές, εξοπλισμό και τεχνολογικά είδη, έχουν υψηλότατο εισαγωγικό περιεχόμενο. Αναπόφευκτα θα παρατηρήσουμε αδράνεια τα επόμενα χρόνια αλλά το σημαντικό είναι αυτές οι δαπάνες χρηματοδοτούμενες και από πόρους της ΕΕ και από ΑΞΕ να αυξήσουν την παραγωγική δυναμικότητα και τις εξαγωγές και να μειώσουν τις εισαγωγές. Αυτό θα αποτελέσει και την ειδοποιό διαφορά από το 2007-8 όταν ο δημόσιος δανεισμός τροφοδοτούσε κυρίως τις δημόσιες δαπάνες και την κατανάλωση».