Η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε ορισμένες κατηγορίες αγαθών, όπως τα τρόφιμα, δεν αποτελεί κατάλληλο εργαλείο για την επίλυση του προβλήματος της ακρίβειας. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σε ειδικό κεφάλαιο της τριμηνιαίας έκθεση του για την ελληνική οικονομία.
Όσον αφορά τις προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας για το 2024, το Γραφείο τις χαρακτηρίζει θετικές εκτιμώντας ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα φτάσει φέτος στο 2,5%, σημαντικά υψηλότερος σε σχέση με την ευρωζώνη.
Παράγοντες όπως η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η σταδιακή υποχώρηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η συνέχιση της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τον τραπεζικό κλάδο, η ενίσχυση του πλαισίου επενδύσεων και η πολύ ισχυρή αύξηση της τουριστικής κίνησης αναμένεται να συμβάλλουν στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας. Παρόλα αυτά, το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον, και ιδιαίτερα οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία.
Μείωση ΦΠΑ σε βασικά αγαθά
Με αφορμή τον πρόσφατο διάλογο για μειώσεις στον ΦΠΑ σε ορισμένες κατηγορίες βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι με βάση μελέτες που έχουν γίνει από μεταβολές του ΦΠΑ σε χώρες-μέλη της Ε.Ε. τα τελευταία 15-20 έτη:
- μόνο το 6% των μειώσεων του ΦΠΑ διαχέεται στις τελικές τιμές και μόνο βραχυχρόνια, σε αντίθεση με τις αυξήσεις ΦΠΑ που διαχέονται στις τελικές τιμές κατά 34% περίπου. «Αυτό συνεπάγεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις όπου η μείωση του ΦΠΑ ακολουθείται από αντίστοιχη αύξηση του οι τιμές αυξάνουν δυσανάλογα γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του καταναλωτή»
- μετά από ένα χρονικό διάστημα 10 μηνών που ακολουθεί την μείωση του ΦΠΑ, οι τιμές καταναλωτή επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν την μείωση του.
- οι μειώσεις του ΦΠΑ φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων σε βάρος των καταναλωτών.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι τα πρώτα ευρήματα μελέτης που εστιάζει στο παράδειγμα της Ισπανίας, δείχνουν ότι η σχεδόν πλήρης διάχυση της μείωσης ΦΠΑ κατά τους πρώτους μήνες υποχωρεί σημαντικά εντός τριμήνου. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αλλά και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην Ελληνική αγορά, σε σχέση με την Ισπανική, το Γραφείο εκτιμά ότι η όποια επίπτωση στις τελικές τιμές καταναλωτή από μείωση του ΦΠΑ στην Ελλάδα, εάν υπάρχει, αναμένεται να είναι μικρότερη ή πολύ μικρότερη καθώς και πιο βραχύβια από αυτή στην Ισπανία.
Συνυπολογίζοντας το δημοσιονομικό κόστος, το Γραφείο εκτιμά ότι «οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για την λύση του δομικού προβλήματος της “ακρίβειας”. Αντίθετα θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα την ενίσχυση του ανταγωνισμού με την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, όπως και την ενδυνάμωση και εκπαίδευση των καταναλωτών με πληροφορίες μέσω ψηφιακών εργαλείων για τη σύγκριση τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων ώστε να διαθέτουν ικανή πληροφόρηση για να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις στις αγορές τους».
Μια πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας εξέτασε τις διαφορές στις τιμές προϊόντων (“ακρίβεια”) σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Ισπανία. Η μελέτη έδειξε ότι η ελληνική αγορά λιανικής βρίσκεται, σε σχέση με την Ισπανική, πιο μακριά από συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού. Επιπρόσθετα, το καταναλωτικό προφίλ των Ελλήνων τείνει στην αγορά σχετικά μικρών ποσοτήτων συγκριτικά με άλλες χώρες γεγονός που ευνοεί υψηλότερο επίπεδο τιμών ανά μονάδα προϊόντος.
Συστάσεις για μέτρα
Το Γραφείο θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα:
- την ενίσχυση του ανταγωνισμού με άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, την αύξηση του αριθμού των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας καθώς φαίνεται ότι βοηθούν στην αποκλιμάκωση τιμών επώνυμων προϊόντων, και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των αγροτικών παραγωγών με ίδρυση υγιών συνεταιρισμών.
- την ενίσχυση των market watch apps, συμπληρωματικά με το e-καταναλωτής για μεγαλύτερη διαφάνεια και παρακολούθηση τιμών, αλλά και δυνατότητα σύγκρισης συνολικού καλαθιού αγορών που θα επιλέγει ο καταναλωτής.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί ότι θα ήταν χρήσιμο οι αρμόδιοι φορείς να ενημερώνουν αποτελεσματικά τους καταναλωτές ότι οι συνήθειες τους έχουν σημαντική επίδραση στην διαμόρφωση των τιμών.
Οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία
Mετά από δύο συνεχόμενα τρίμηνα επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας η ελληνική οικονομία επανήλθε σε υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2024 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) παρουσίασε αύξηση 2,1% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2023 (έναντι αύξησης κατά 0,4% στην Ευρωζώνη). «Η αναζωπύρωση της οικονομικής δραστηριότητας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και την αύξηση των επενδύσεων. Η επικαιροποιημένη εκτίμηση του Γραφείου για τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας για το 2024 είναι 2,5%». Η εκτίμηση του Γραφείου είναι συμβατή με άλλες επικαιροποιημένες προβλέψεις που έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα της Ελλάδος που τοποθετούν τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024 μεταξύ 2,0% και 2,5%.
Το Γραφείο, όπως και στις προηγούμενες εκθέσεις, θεωρεί τις επενδύσεις σε πάγιο και ανθρώπινο κεφάλαιο ως τον βασικό πυλώνα για την ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας μακροχρόνια. «Οι επενδύσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο καθώς συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων και καλύτερα αμοιβόμενων θέσεων εργασίας. Μέσω των επενδύσεων, διευκολύνεται η ανάπτυξη των υποδομών, η καινοτομία και η τεχνολογική πρόοδος, στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας οικονομίας».
Σε ανάλυση της σχέσης μεταξύ επενδύσεων, παραγωγικότητας και μισθών για την Ελληνική οικονομία σημειώνει ότι στην Ελλάδα υπήρχε μία ισχυρά θετική σχέση παραγωγικότητας της εργασίας και επενδύσεων, η οποία εξασθένησε σε μεγάλο βαθμό από την βαθιά οικονομική κρίση που ξέσπασε διεθνώς το 2008 λόγω της μεγάλης πτώσης των επενδύσεων και συνετέλεσε στην χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Παράλληλα, η σχέση μισθών και παραγωγικότητας, ήταν θετική και παρέμεινε θετική και μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας.
Το επενδυτικό κενό
Η Ελλάδα πρέπει να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό, για το 2023 περίπου 8% του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο Ευρωζώνης, απότοκο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. «Οι αναταράξεις των τελευταίων ετών, η αυξημένη αβεβαιότητα και η έλλειψη χρηματοδότησης, καθυστερούν την συστηματική έκρηξη επενδύσεων. Είναι επομένως εξαιρετικά κρίσιμο, όπως τονίσαμε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, να επιταχυνθεί η διάχυση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να καλυφθεί ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της χώρας» σημειώνεται στην έκθεση. Παράλληλα, με αιχμή του δόρατος το νέο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο τονίζεται ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην χρηματοδότηση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας. «Με την επιτυχή ολοκλήρωση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων μέχρι το 2026 θα μπορούμε να μιλάμε με μεγαλύτερη ασφάλεια για την μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που σταδιακά απομακρύνεται από την ιδιωτική κατανάλωση και κατευθύνεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές».
Το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023, διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους 1,6% του ΑΕΠ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά, για το 2024, έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης 1,2%. Η στρατηγική του ΟΔΔΗΧ για πρόωρη αποπληρωμή μέρους του χρέους ύψους 12 δισ. ευρώ μέσα στο 2024 καθώς και η ανακατανομή του χαρτοφυλακίου του προς μακροχρόνιες ομολογιακές εκδόσεις, εξοικονομεί πόρους από τους τόκους δανεισμού του Ελληνικού δημοσίου συμβάλλοντας στη βελτίωση του ελλείμματος. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου, «το ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης το τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου του 2024 καταγράφει πλεόνασμα 3.330 εκατ. ευρώ (που ισοδυναμεί με βελτίωση 2.702 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο τετράμηνο του 2023). H βελτίωση οφείλεται στους ίδιους παράγοντες που αναφέραμε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν τα αυξημένα έσοδα από (άμεσους και έμμεσους) φόρους που οφείλονται στην αύξηση της απασχόλησης με ταυτόχρονη αύξηση των μισθών και συντάξεων, στην ισχυρή αύξηση των τουριστικών εσόδων, τα οποία αυξήθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο τετράμηνο του 2023 κατά 22% περίπου, στην εν γένει αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, και τέλος, αν και λιγότερο για το 2024 σε σχέση με το 2023, στις πληθωριστικές πιέσεις».
Στο μέτωπο του πληθωρισμού με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, για τον Μάιο 2024, παρατηρούμε ισχυρή αποκλιμάκωση που διαμόρφωσε το μέγεθος του στο 2,4%, σημαντικά χαμηλότερα από αυτό του Απριλίου (3,2%). Σημαντική εξέλιξη αποτελεί και η υποχώρηση για πρώτη φορά από τον Οκτώβριο του 2023 του πληθωρισμού τροφίμων στο 2,3% τον Μάιο, από 4,8% τον Απρίλιο, ο οποίος βρίσκεται πλέον κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,6%).
Τα επιχειρηματικά κέρδη
Το Γραφείο προχώρησε σε ανάλυση του πληθωρισμού του ΑΕΠ στις βασικές συνιστώσες του, για την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με τη συνεισφορά του κόστους εργασίας και των κερδών των επιχειρήσεων στην εξέλιξή του ιδιαίτερα από την περίοδο της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία που επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις. Η ανάλυση δείχνει ότι τα κέρδη είχαν υπερδιπλάσια συνεισφορά στην σωρευτική αύξηση του αποπληθωριστή ΑΕΠ μέχρι το 2024 σε σχέση με το μισθολογικό κόστος.
Η δυναμική των κερδών όμως έχει υποχωρήσει σημαντικά από το πρώτο τρίμηνο του 2023 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024, και κατά αυτό το διάστημα το μερίδιο του μισθολογικού κόστους στον πληθωρισμό ΑΕΠ υπερέχει κατά το διπλάσιο περίπου του μεριδίου των κερδών. «Η ανάλυση αυτή παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις είτε για λόγους μειωμένου ανταγωνισμού, είτε λόγω αυξημένης ζήτησης που προήλθε από το αυξημένο απόθεμα αποταμίευσης των νοικοκυριών και τον τουρισμό κατάφεραν να περάσουν τις αυξήσεις του εισαγόμενου κόστους στις τιμές και να ενισχύσουν σημαντικά τα κέρδη τους κυρίως κατά την έντονη φάση των πληθωριστικών πιέσεων».
Οι προκλήσεις
Σύμφωνα με το Γραφείο, οι προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας είναι θετικές για το 2024 και καθώς αναμένεται να αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ευρωζώνη. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η σταδιακή απόσυρση της νομισματικής σύσφιξης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η συνέχιση της επιτυχούς απο-επένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τον τραπεζικό κλάδο και η διαφαινόμενη μετάβαση προς την πιστωτική επέκταση, η ενίσχυση του πλαισίου επενδύσεων, και η πολύ ισχυρή αύξηση της τουριστικής κίνησης αναμένεται να δώσουν ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον, και ιδιαίτερα οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία.
Όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία έχει να καλύψει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό ενώ καλείται να διαχειρισθεί και τις μελλοντικές συνέπειες στο περιβάλλον και τον παραγωγικό ιστό από την κλιματική αλλαγή. «Για τον λόγο αυτό «απαιτείται η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης τόσο βραχυχρόνια όσο και, κυριότερο, μακροχρόνια». ΄Όσον αφορά το δημοσιονομικό πεδίο, παρόλο που η θετική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού στα δημόσια έσοδα αναμένεται να εκλείψει, το Γραφείο θεωρεί ότι ο στόχος για πρωτογενές αποτέλεσμα 2024 ύψους 2,1% του ΑΕΠ είναι εφικτός υπό την προϋπόθεση της αποφυγής έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και της απαρέγκλιτης τήρησης των στόχων του προϋπολογισμού.