Παρά την ισχυρή ανάπτυξη, τη μείωση του πληθωρισμού και της ανεργίας, η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής για να διατηρήσει την αναπτυξιακή της πορεία. Σε αυτό το μήνυμα καταλήγει για την Ελλάδα ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) στην ετήσια έκθεση του για το 2023.
Όπως τονίζει, το 2024 η ελληνική οικονομία αναμένεται να τρέξει με ρυθμό υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, στο 2,3% ενώ ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να μειώνεται αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, στο 2,7%.
Οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις
Όσον αφορά τις προκλήσεις για την ελληνική οικονομία σημειώνεται ότι βραχυπρόθεσμα δεν καταγράφονται υψηλοί κίνδυνοι. «Μακροπρόθεσμα ωστόσο η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους και την ικανότητα αποπληρωμής του. Αυτό οφείλεται στα υψηλά δημόσια και εξωτερικά χρέη της, στο εξωτερικό έλλειμμα, την ασθενή παραγωγικότητα και τις ευπάθειες του τραπεζικού συστήματος».
Όσον αφορά τις τράπεζες εκτιμά ότι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης και χαμηλότερη κερδοφορία.
Για να μετριάσει αυτές τις προκλήσεις, η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει σταθερά προσηλωμένη στη δημοσιονομική σύνεση και τις μεταρρυθμίσεις, με επίκεντρο την ανάκαμψή της και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από όλους τους οίκους αξιολόγησης με εξαίρεση έναν, τον οίκο Moody’s.
«Η Ελλάδα έφτασε σε ένα σημαντικό ορόσημο όταν όλοι αλλά κυρίως ένας μεγάλος οίκος αξιολόγησης ενέταξε τα ελληνικά ομόλογα στην επενδυτική βαθμίδα κατά τη διάρκεια του έτους, μετά από μία μακρά περίοδο κρίσης του δημόσιου χρέους…. Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 11 ποσοστιαίες μονάδες καταγράφονται διψήφια πτώση για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές ανταποκρίθηκαν σε αυτές τις θετικές εξελίξεις, περιορίζοντας το spread σε επίπεδα που πλησιάζουν εκείνα των κρατικών κρατών της ζώνης του ευρώ με υψηλότερη αξιολόγηση. Η δομή του ελληνικού χρέους, με το μεγαλύτερο ποσοστό να κατέχουν οι επίσημοι πιστωτές, με μακροχρόνιες λήξεις με σταθερά επιτόκια, συνέβαλλε στην προστασία της Ελλάδας από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης από τις αγορά ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο».
Περιθώρια για την προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών
Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν σημαντικά υποστηριζόμενα από προσπάθειες για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, δημιουργώντας περιθώρια για την προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών και παρέχουν άμεση ανακούφιση σε όσα επλήγησαν από φυσικές καταστροφές όπως οι πλημμύρες και οι πυρκαγιές που έπληξαν την Ελλάδα το περσινό καλοκαίρι.
Το έλλειμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρά τη μείωση που κατέγραψε πέρυσι φτάνοντας στο 6,3% του ΑΕΠ, παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τα επίπεδα που ήταν πριν την πανδημία.
Ανεργία και δυσκολία κάλυψης κενών θέσεων
Η αγορά εργασίας βελτιώθηκε, παρά την υποχώρηση της ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ. Το ποσοστό της ανεργίας έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009, αν και εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Σε ορισμένες βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού και του αγροτικού τομέα καταγράφονται δυσκολίες στην κάλυψη των κενών θέσεων, τονίζοντας τη σημασία της ενίσχυσης του εργατικού δυναμικού με τη συμμετοχή κυρίως γυναικών και νέων.
Τα τρωτά σημεία των τραπεζών
Οι ελληνικές τράπεζες βελτίωσαν την κερδοφορία τους και τη ρευστότητα τους. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο 5,7% το τρίτο τρίμηνο του 2023 σε ενοποιημένη βάση. Ο δείκτης φερεγγυότητας των ελληνικών τραπεζών παρέμεινε επαρκής, και τα στρες τεστ κατέδειξαν την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο αρκετοί δείκτες δείχνουν ότι υπάρχουν ακόμα τρωτά σημεία. Ένας μεγάλος όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει στις τράπεζες υπογραμμίζοντας την ανάγκη για πιο αποτελεσματική εφαρμογή του πλαισίου αφερεγγυότητας. Η χρηματοδοτική στήριξη του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά 2,1% τον Σεπτέμβριο του 2023, υψηλότερα από τη ζώνη του ευρώ που ήταν στο 0,2% αλλά μειώθηκε σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2022 που ήταν στο 6,1%. Ο καθαρός δανεισμός προς ιδιώτες μειώθηκε κατά 2,3%.