Η «έκρηξη» ηλεκτρονικών πληρωμών καταγράφεται στις φορολογικές δηλώσεις, με τα στοιχεία από την επεξεργασία τους να αποκαλύπτουν συναλλαγές για καταναλωτικές ανάγκες ύψους 55 δισ. ευρώ για τη χρήση του 2022, ποσό που αντιστοιχεί στο 60% του δηλωθέντος εισοδήματος (περίπου στα 92 δισ. ευρώ).
Εντυπωσιακή αναλογία
Η αναλογία εντυπωσιάζει από μόνη της καθώς ο κωδικός 049 ουσιαστικά περιλαμβάνει μόνο τις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών. Δεν υπάρχουν οι καταβολές για τα δάνεια, για τα ενοίκια κ.λπ. Αν προσθέσουμε κι αυτά, τα ποσά με βάση τα όσα αναγράφονται στις φορολογικές δηλώσεις (περίπου 5,7 δισ. ευρώ είναι οι καταβολές για τα δάνεια, ενώ άλλα 3,13 δισ. ευρώ δίδονται για ενοίκια) φτάνουμε αισίως στα 63,67 δισ. ευρώ. Αν προστεθούν και τα περίπου 8-9 δισ. ευρώ του φόρου εισοδήματος, η αναλογία πλησιάζει στο 80%.
Με αυτά τα δεδομένα, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι όλες οι δαπάνες με μετρητά που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, καθώς κι αυτές που δεν καταγράφονται στη φορολογική δήλωση, δεν ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ.
Προφανώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει -διαφορετικά θα ήμασταν μια χώρα όπου σχεδόν το σύνολο των πληρωμών θα γινόταν ηλεκτρονικά, οπότε οι δηλώσεις δίνουν μια ακόμη ένδειξη μεγάλης απόκρυψης εισοδημάτων.
Εκτός από το ύψος των ηλεκτρονικών πληρωμών που αποτυπώνονται στους κωδικούς 049 και 050 της φορολογικής δήλωσης, εντυπωσιακός είναι και ο ρυθμός αύξησης από χρονιά σε χρονιά.
Από τα 37 δισ. ευρώ το 2021 (αφορά τις συναλλαγές του δύσκολου 2020 λόγω πανδημίας, που όμως αποτέλεσε και την αιτία για την εξοικείωση με τις ηλεκτρονικές πληρωμές) φτάσαμε στα 45,5 δισ. ευρώ μέσα στο 2022 και στα 55 δισ. ευρώ μέσα στο 2023.
Το υπουργείο Οικονομικών «ποντάρει» σε πολύ μεγάλη αύξηση που θα αποτυπωθεί τόσο στις φετινές φορολογικές δηλώσεις όσο και -κυρίως- σε αυτές της επόμενης χρονιάς.
Φέτος αναμένεται να σπάσει το φράγμα των 60 δισ. ευρώ, ενώ για του χρόνου αναμένεται να καταγραφεί και το όφελος από την επέκταση των POS σχεδόν στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων. Με βάση τις συντηρητικές προβλέψεις, στο τέλος της φετινής χρονιάς οι ηλεκτρονικές πληρωμές -δηλαδή συναλλαγές μέσω καρτών ή μέσω μεταφορών από τραπεζικό λογαριασμό σε τραπεζικό λογαριασμό- θα ξεπεράσουν ακόμη και τα 70 δισ. ευρώ.
Προς το παρόν οι φορολογικές δηλώσεις έχουν αποτυπώσει τις εξής επιδόσεις:
1 Το 2020 (δηλώσεις 2021) η μέση δαπάνη ανά φορολογούμενο κινήθηκε στην περιοχή των 5.500 ευρώ. Ο κωδικός 049 είχε συναλλαγές 28,01 δισ. ευρώ και ο κωδικός 050 (της συζύγου) 8,9 δισ. ευρώ: σύνολο 37 δισ. ευρώ.
2 Το 2021 (δηλώσεις 2022) καταγράφηκε περαιτέρω αύξηση της μέσης δαπάνης στα επίπεδα των 6.500 ευρώ ανά φορολογούμενο για να προκύψει το ποσό των 45,5 δισ. ευρώ συνολικά, υψηλότερο κατά 8,5 δισ. ευρώ μέσα σε έναν χρόνο.
3 Το 2022 (δηλώσεις 2023) φτάσαμε στο ιστορικό υψηλό των 54,8 δισ. ευρώ (42,2 δισ. ευρώ για τον υπόχρεο και 12,6 δισ. ευρώ για τη σύζυγο), κάτι που σημαίνει ότι ο μέσος όρος αυξήθηκε στα 8.000 ευρώ για τον υπόχρεο και στα 7.268 ευρώ για τη σύζυγο.
Προφανώς, ο ρυθμός αύξησης είναι πολύ μεγαλύτερος από τον ρυθμό αύξησης του εισοδήματος.
Αυτό οφείλεται και στην «εξοικείωση» των φορολογουμένων με τις ηλεκτρονικές πληρωμές, αλλά και στο γεγονός ότι αυξάνεται το εισόδημα, όπως επίσης και στο ότι αποδίδουν τα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Το μεγάλο «στοίχημα» βέβαια είναι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές του 2024. Αφενός γιατί ενεργοποιούνται τα νέα μέτρα (επέκταση των POS ακόμη και στις λαϊκές και στα ταξί) και αφετέρου γιατί πλέον είναι γνωστό στους φορολογούμενους ότι οι ασυνήθιστα υψηλές ηλεκτρονικές πληρωμές αναλογικά με το εισόδημα μπορεί να τους… μπλέξει με τον φορολογικό έλεγχο.
Σε τι βοηθάει αυτή η αναλυτική καταγραφή των νοικοκυριών;
Όσο μεγαλύτερη είναι η «πρώτη ύλη», τόσο περισσότερα περιθώρια έχουν οι φορολογικές αρχές να εντοπίσουν φορολογούμενους με ασυνήθιστα υψηλές συναλλαγές για τα δεδομένα του εισοδήματός τους. Προ εβδομάδων, ήδη έτρεξαν οι πρώτες διασταυρώσεις από την ΑΑΔΕ για τον εντοπισμό αυτών που αν και δηλώνουν εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ εμφανίζουν πολλαπλάσιες αποδοχές.
Οι ηλεκτρονικές πληρωμές δεν συνιστούν «τεκμήριο». Όμως προκαλεί εύλογες υποψίες όταν ένας φορολογούμενος με εισόδημα 10.000 ευρώ φορτώνεται δαπάνες 150.000 ευρώ.
Ήδη έχουν εντοπιστεί 1.500 τέτοιες περιπτώσεις και το επόμενο διάστημα θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα από τους ελέγχους που έχει δρομολογήσει η ΑΑΔΕ.
Μάλιστα, οι έλεγχοι αυτοί θα επαναλαμβάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου να ασκείται και μια «πίεση» σε αυτούς που επιλεγούν επί σειρά ετών.
Η καταγραφή βοηθάει επίσης και στην αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ. Είναι άλλωστε βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής η μείωση του «κενού» του ΦΠΑ σε μονοψήφιο ποσοστό για πρώτη φορά.