Μόλις στο 22,5%, στην τρίτη θέση από το τέλος, βρίσκεται η Ελλάδα σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αναφορικά με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Μόνο η Ισπανία και η Ιταλία κατέγραψαν το 2022 χειρότερη επίδοση από την ελληνική. Η διαφορά με την κορυφή της πυραμίδας, όπου βρίσκεται η Τσεχία με ποσοστό 70%, μοιάζει χαοτική, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα επιδιώκει να βελτιώσει τις δεξιότητες των εργαζομένων μέσα από προγράμματα κατάρτισης. Ήδη, σύμφωνα με τη ΔΥΠΑ, 260.000 εργαζόμενοι και άνεργοι έχουν καταρτιστεί έως τώρα, με τον στόχο που έχει τεθεί να θέλει να ανέρχονται στους 500.000 έως το 2025.
Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι διαχρονικά η Ελλάδα υπολείπεται σε σχέση με την Ε.Ε. στον τομέα των θέσεων εργασίας υψηλών δεξιοτήτων. Την περίοδο 2012 – 2022 η διαφορά κυμαινόταν σχεδόν σταθερά ανάμεσα στις 7 και στις 10 ποσοστιαίες μονάδες. Μόνο το 2022 φαίνεται ότι στην Ε.Ε. το ποσοστό των θέσεων υψηλής δεξιότητας βρισκόταν στο 42,7, ενώ στην Ελλάδα στο 32, ενδεικτικό της όποιας αρνητικής επίδρασης μπορεί να προκύψει για την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος.
Κρίσιμοι κλάδοι
Σε τέσσερις κρίσιμους κλάδους της οικονομίας (καταλύματα, εμπόριο, μεταποίηση, γεωργία και αλιεία) η διαφορά Ελλάδας με Ε.Ε. στο επίπεδο των θέσεων υψηλής δεξιότητας κυμαίνεται από 5,4 έως 14,6 μονάδες.
Πιο συγκεκριμένα, στα καταλύματα και στην εστίαση το 2022 οι υψηλές δεξιότητες κατέλαβαν ποσοστό 17% στην Ε.Ε., όταν στην Ελλάδα δεν ξεπέρασαν το 11,6% (διαφορά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες). Ακόμα μεγαλύτερη είναι η διαφορά στο εμπόριο (14,6 μονάδες), αφού στην Ελλάδα οι θέσεις εργασίας υψηλής δεξιότητας για τον συγκεκριμένο κλάδο κάλυψαν το 12,1%, όταν στην Ε.Ε. ήταν 26,7%, δηλαδή υπερδιπλάσιες.
Στη μεταποίηση οι θέσεις απασχόλησης με υψηλές δεξιότητες ανήλθαν στο 22,8% στην Ελλάδα, για να φτάσουν στο 31,9% στην Ε.Ε. (διαφορά 9,1 μονάδες). Στη γεωργία και στην αλιεία οι θέσεις εργασίας με υψηλές δεξιότητες βρίσκονται μόλις στο 0,5% στην Ελλάδα, ενώ στην Ε.Ε. φτάνουν στο 6,4% (διαφορά 5,9 μονάδες).
Τα στοιχεία δείχνουν ότι στην Ελλάδα οι περισσότερες θέσεις εργασίας βρίσκονται στο μέσο επίπεδο δεξιοτήτων, χωρίς σημαντικές μεταβολές από το 2016 έως σήμερα.
Όπως προκύπτει από την ανάλυση που έχει γίνει από το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, το μέσο επίπεδο δεξιοτήτων σε ποσοστό κυμαίνεται λίγο κάτω από το 70%, όταν το υψηλό επίπεδο μόλις και μετά βίας υπερβαίνει το 20% την τελευταία διετία, ενώ πέριξ του 15% κινείται το χαμηλό επίπεδο.
Αν η ανάλυση επικεντρωθεί στους ανωτέρω τέσσερις κλάδους της οικονομίας, γίνεται αντιληπτό ότι το μέσο επίπεδο δεξιοτήτων κυριαρχεί και με μεγάλη διαφορά, τόσο στα καταλύματα και την εστίαση (76,45%) όσο και στο εμπόριο (82,05%), αλλά και στη μεταποίηση.
Στους τρεις αυτούς κλάδους το χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων έπεται με 17,97% στα καταλύματα και την εστίαση, 9,22% στο εμπόριο, ενώ ανέρχεται στο 25,28% στη μεταποίηση. Άρα γίνεται αντιληπτό ότι οι θέσεις υψηλής δεξιότητας κατατάσσονται τρίτες στους εν λόγω οικονομικούς τομείς, με ποσοστά 5,58%, 8,74% και 15,08% αντίστοιχα.
Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα στην αλιεία και τη γεωργία, καθώς καταγράφεται ότι οι θέσεις χαμηλής δεξιότητας κυριαρχούν με 51,62%, ενώ η μέση δεξιότητα έπεται με 43,02% και η υψηλή δεξιότητα παραμένει στην τρίτη θέση με 5,37% μόλις.
Προγράμματα κατάρτισης
Όμως, στο πεδίο των δεξιοτήτων και της κατάρτισης ξεχωριστό ρόλο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν και οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ δείχνουν πως είτε επειδή θεωρείται ότι οι εργαζόμενοι διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα, είτε επειδή υπάρχει φόρτος εργασίας και έλλειψη χρόνου, η διαδικασία κατάρτισης αποφεύγεται ή δεν αποτελεί προτεραιότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι συγκριτικά με την Ε.Ε. οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν παρέχουν Συνεχή Επαγγελματική Κατάρτιση (ΣΕΚ) σε ποσοστό 74,8%, επειδή τα υπάρχοντα προσόντα και οι ικανότητες των εργαζομένων ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα στη 18η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε ποσοστό 64,3% (8η θέση στην Ε.Ε.) επειδή οι προσλαμβανόμενοι κατέχουν ήδη τις απαραίτητες δεξιότητες. Λόγω φόρτου εργασίας και έλλειψης χρόνου για να συμμετέχει το προσωπικό σε ΣΕΚ, σε ποσοστό 36,9% (11η θέση στην Ε.Ε.). Επειδή είναι υψηλό το κόστος των μαθημάτων ΣΕΚ σε ποσοστό 23,4% (ξανά 11η θέση στην Ε.Ε.).
Σε ποσοστό 18,6% (10η θέση στην Ε.Ε.) οι επιχειρήσεις δηλώνουν ότι επικεντρώνονται στην αρχική επαγγελματική εκπαίδευση, παρά στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση.
Το 14,8% (7η θέση στην Ε.Ε.) θεωρεί ότι υπάρχει έλλειψη κατάλληλων προγραμμάτων ΣΕΚ στην αγορά, το 11,9% (14η θέση στην Ε.Ε.) διαπιστώνει δυσκολία αποτίμησης των εκπαιδευτικών αναγκών και μόλις το 4,3% (18η θέση στην Ε.Ε.) παραδέχεται ότι έγιναν σημαντικές προσπάθειες ΣΕΚ τα τελευταία χρόνια.