Ο πληθωρισμός των τροφίμων τρέχει στην Ελλάδα με υπερδιπλάσιο ετήσιο ρυθμό σε σχέση με την Ευρώπη, γεγονός που δικαιολογεί και το γιατί η ελληνική κυβέρνηση σπεύδει να ζητήσει την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ενώ η επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται να αποσταλεί τη Δευτέρα, εκτός απροόπτου, τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Eurostat για το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών δείχνουν ότι η κατάσταση στο ανοικτό μέτωπο των τροφίμων επιδεινώνεται στην Ελλάδα πολύ περισσότερο συγκριτικά με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Είναι ενδεικτικό ότι τον Απρίλιο ο κλαδικός δείκτης που καταγράφει μόνο τις τιμές των τροφίμων έκλεισε με τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωζώνης, ενώ και στο σύνολο των χωρών που καταγράφονται φιγουράρουμε πλέον στην 5η θέση. Τα στοιχεία του παρατηρητηρίου επιτρέπουν και συγκρίσεις σε πιο μακρύ χρονικό ορίζοντα.
Καλπάζουν οι τιμές, αλλά όχι οι μισθοί
Έτσι, στη διετία, τα τρόφιμα στην Ελλάδα έχουν ανατιμηθεί κατά 17,1% έναντι 17,3% στην Ευρωζώνη και 18,4% στην Ε.Ε., αλλά από την έναρξη της πληθωριστικής κρίσης τον Απρίλιο του 2021 ο πληθωρισμός των τροφίμων τρέχει με 30,28% στην Ελλάδα έναντι 26,26% στην Ευρωζώνη και 28,93% στην Ε.Ε.
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι ακόμη κι αν το ποσοστό ανατιμήσεων είναι περίπου το ίδιο σε βάθος τριετίας, το πρόβλημα γίνεται εντονότερο στην Ελλάδα λόγω των σαφώς χαμηλότερων εισοδημάτων. Ή, πιο απλά, οι ανατιμήσεις που γίνονται αντιστοιχούν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος στην Ελλάδα συγκριτικά με την Ευρώπη, περιορίζοντας πολύ περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα.
Ο δείκτης που περιλαμβάνει αποκλειστικά τα είδη διατροφής φέρνει την Ελλάδα στην 4η υψηλότερη θέση της Ευρώπης για τον Απρίλιο με ετήσια αύξηση της τάξεως του 5,4%. Υψηλότερη μεταβολή καταγράφηκε μόνο στην Ισλανδία (5,7%), στη Βόρεια Μακεδονία (6,1%) και στη Νορβηγία (6,6%), ενώ ξεχωρίζει βεβαίως η Τουρκία για τους γνωστούς λόγους με πληθωρισμό τροφίμων.
Είναι πολύ μεγάλη η απόσταση που μας χωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φυσικά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης συγκρατήθηκε στο 2,2% ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. υποχώρησε ακόμη χαμηλότερα στο 1,9%. Τα τρόφιμα στη Γερμανία «τρέχουν» με ρυθμό μόλις 1,6%, ενώ στην Ιταλία ο πληθωρισμός των τροφίμων έχει συγκρατηθεί πλέον στο 2,7%.
Είναι ο 10ος διαδοχικός μήνας κατά τον οποίο η Ελλάδα εμφανίζει υψηλότερο πληθωρισμό τροφίμων σε σχέση με την Ε.Ε., κάτι που σημαίνει ότι αντί να «συγκλίνουμε» στο μέτωπο της ακρίβειας, το τελευταίο 10μηνο αποκλίνουμε ακόμη περισσότερο.
Η εξέλιξη του πληθωρισμού τροφίμων από το περσινό καλοκαίρι
Η ετήσια μεταβολή από τον Ιούλιο του 2023 μέχρι και τον Απρίλιο του 2024, μήνα για τον οποίο υπάρχουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, διαμορφώνεται ως εξής:
- Ιούλιος 2023: Πληθωρισμός τροφίμων 13% στην Ελλάδα, 12,4% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 11,5% στην Ευρωζώνη.
- Αύγουστος 2023: Τα τρόφιμα ανατιμήθηκαν με ρυθμό 10,8% στην Ελλάδα, 10,6% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 10,2% στην Ευρωζώνη.
- Τον Σεπτέμβριο του 2023 η Ελλάδα και πάλι ξεπέρασε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, με 9,6%, έναντι 9,2% και 9,1% για Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη αντίστοιχα.
- Τον Οκτώβριο του 2023 η απόκλιση μεγάλωσε, με τον πληθωρισμό στην Ελλάδα να τρέχει και πάλι με διψήφιο ποσοστό (10,3%), ενώ στην Ευρώπη υποχώρησε στο 7,4% και στην Ευρωζώνη στο 7,3%.
- Τον Νοέμβριο του 2023 είχαμε υποχώρηση στο 8,8% για την Ελλάδα, όμως ο ευρωπαϊκός δείκτης των τροφίμων έπεσε στο 6,8% και της Ευρωζώνης στο 6,6%.
- Τον Δεκέμβριο του 2023 είχαμε αναζωπύρωση πληθωριστικών πιέσεων για τα τρόφιμα στην Ελλάδα, με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 8,9%, ενώ στην Ευρώπη ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 6% και στην Ευρωζώνη στο 5,7%.
- Μέσα στο 2024 η απόκλιση της Ελλάδας σε σχέση με τη μέση μεταβολή των τιμών τροφίμων στην Ευρώπη είναι συνεχής και αδιάκοπη. Η χρονιά ξεκίνησε για την Ελλάδα με ετήσιες αυξήσεις 8,3%
- Τον Φεβρουάριο πέσαμε στο 6,5%
- Μάρτιο και Απρίλιο καταγράφηκαν μεταβολές 5,3% και 5,4% αντίστοιχα.
Στην Ευρώπη, ειδικά το τελευταίο δίμηνο, οι τιμές έχουν σχεδόν σταθεροποιηθεί, καθώς και τον Απρίλιο και τον Μάιο καταγράφηκε μεταβολή 1,2% και 1,6% αντίστοιχα, ποσοστά που είναι χαμηλότερα και από τους στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.