Ράβεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και παρουσιάζεται εντός του Ιουνίου – σε χρόνο μεταγενέστερο της ευρωπαϊκής κάλπης – ο «στενός κορσές» για τον ρυθμό αύξησης των δημοσίων δαπανών.
Τα περιθώρια όλων των ευρωπαϊκών χωρών, και της Ελλάδας, να εφαρμόσουν μέτρα στήριξης για τους πολίτες τους θα περιοριστούν ασφυκτικά. Το «μήνυμα» που προέκυψε από το νέο Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε στις Βρυξέλλες η Ελλάδα είναι ότι στον φετινό προϋπολογισμό πρόσθετα περιθώρια για παροχές δεν υπάρχουν, σύμφωνα τουλάχιστον με τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου.
Τα δεδομένα για την Ελλάδα
Για ολόκληρη τη φετινή χρονιά η Ελλάδα έχει περιθώριο να αυξήσει τις καθαρές δαπάνες της κατά 2,6%, ποσοστό που μεταφράζεται σε κάτι περισσότερο από 2,5 δισ. ευρώ ετησίως. Με βάση το Πρόγραμμα Σταθερότητας, αυτή τη στιγμή, ο ρυθμός μεταβολής υπολογίζεται σε περίπου 2,1% ή κάτι περισσότερο από 2 δισ. ευρώ.
Σε αυτό το ποσό έχουν προσμετρηθεί οι αυξημένες δαπάνες για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων (είναι τα μέτρα που ενεργοποιήθηκαν από τις αρχές του χρόνου), για τις νέες αυξήσεις των συντάξεων κ.λπ. Να σημειωθεί ότι μέτρα μόνιμου χαρακτήρα στο σκέλος των εσόδων προσμετρώνται για τον υπολογισμό του περιθωρίου αύξησης των δαπανών είτε θετικά είτε αρνητικά.
Δηλαδή, το γεγονός ότι η Ελλάδα εφαρμόζει από φέτος το νέο σύστημα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος για τους αυτοαπασχολούμενους προσβλέποντας σε αυξήσεις φορολογικών εσόδων ακόμη και κατά 800 εκατ. ευρώ, αυξάνει αντίστοιχα και το περιθώριο αύξησης των δαπανών.
Το οικονομικό επιτελείο υπολογίζει ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα περιθώριο περαιτέρω αύξησης των δαπανών κατά περίπου 400 εκατ. ευρώ. Είναι το ποσό της διαφοράς από το 2,1% που βρισκόμαστε σήμερα έως το 2,6% που είναι και το ανώτερο όριο. Το ποσό αυτό εκλαμβάνεται ως ένα «μαξιλάρι» το οποίο δεν πρέπει να διατεθεί από τώρα, καθώς βρισκόμαστε στα μέσα της άνοιξης.
Ένας παράγοντας μεγάλης αβεβαιότητας έχει να κάνει με τις συνθήκες που θα επικρατήσουν στη χώρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Για παράδειγμα, ένας παρατεταμένος καύσωνας μπορεί να αυξήσει κατακόρυφα τις λειτουργικές δαπάνες του κράτους, αλλά και τις δαπάνες για την πολιτική προστασία.
Μετά τις ευρωεκλογές
Τον Ιούνιο, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, τα οικονομικά επιτελεία όλων των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ενημερωθούν από την Κομισιόν για τους στόχους που θα πρέπει να επιτύχουν την επόμενη 4ετία όσον αφορά το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο αύξησης των καθαρών δαπανών.
Δηλαδή, από τώρα θα οριστεί ένας στόχος, ο οποίος σε πολύ μεγάλο βαθμό θα δεσμεύσει το πώς θα συνταχθούν οι προϋπολογισμοί των ετών 2025, 2026, 2027 και 2028.
Αυτοί οι στόχοι θα «κλειδώσουν» το φθινόπωρο, θα αποτυπωθούν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που θα καλύπτει την περίοδο 2025-2028, ενώ ο τρόπος επίτευξής τους θα μπει στο «μικροσκόπιο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πρώτη φορά το φθινόπωρο εν όψει της σύνταξης των κρατικών προϋπολογισμών για το 2025.
Το πόσο στενά είναι τα περιθώρια που αφήνει αυτός ο νέος δημοσιονομικός κανόνας της Ε.Ε. (είναι η κεντρική λογική του καινούργιου Συμφώνου Σταθερότητας) φαίνεται και στο εξής στοιχείο: Χωρίς καμία απολύτως μεταβολή στην οικονομική πολιτική, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να αυξάνει τις δαπάνες της κατά περίπου 2 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτό το ποσό καλύπτει τις θεσμοθετημένες αυξήσεις στις συντάξεις (με βάση την πορεία του πληθωρισμού αλλά και της ανάπτυξης), την αύξηση των λειτουργικών δαπανών κ.λπ.
Έτσι, μένει ένα μικρό περιθώριο (αν υποτεθεί ότι και για τα επόμενα χρόνια ο μέγιστος επιτρεπόμενος ρυθμός αύξησης των δαπανών θα παραμείνει στο 2,5%-2,6%), το οποίο όμως ειδικά για του χρόνου έχει καλυφθεί, καθώς έχει δρομολογηθεί η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, αλλά και η οριστική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
Ο βαθμός αυστηρότητας με τον οποίο θα εφαρμοστεί αυτό το νέο πλαίσιο είναι ένα ερώτημα. Αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, η Κομισιόν θα βρεθεί αντιμέτωπη ακόμη και με 11 χώρες για τις οποίες κανονικά θα πρέπει να κινηθεί από τώρα η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, κάτι που σημαίνει επιβολή περιοριστικών μέτρων.
Στην πράξη θα φανεί αν το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά που επιστρέφουν οι δημοσιονομικοί κανόνες μετά την πανδημία σε συνδυασμό με το ότι πρόκειται για την πρώτη εφαρμογή του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, θα οδηγήσει σε μια πιο «χαλαρή» αντιμετώπιση.
Ο πήχης για την ανάπτυξη
Με το νέο Πρόγραμμα Σταθερότητας η κυβέρνηση αναθεώρησε προς τα κάτω τον στόχο της ανάπτυξης, όπως αναμενόταν. Τον διατήρησε ωστόσο στο +2,5% για φέτος (από 2,9% που ήταν ο αρχικός στόχος) και στο 2,6% για το 2025. Το μεγάλο «στοίχημα» είναι η πορεία των επενδύσεων.
Για φέτος πρέπει να καταγραφεί αύξηση 9,1% στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, ενώ για το 2025 το ποσοστό πρέπει να ανέβει στο 14,4%. Έγινε σημαντική διόρθωση προς τα κάτω για τον φετινό στόχο των επενδύσεων αλλά και πάλι ο πήχης παραμένει ψηλά, τόσο για τις επενδύσεις όσο και για την ανάπτυξη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί έχουν βάλει χαμηλότερα τον πήχη. Το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ βλέπουν τον ρυθμό ανάπτυξης στο 2%, η Τράπεζα της Ελλάδος στο 2,3%, όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στο υπουργείο Οικονομικών αισιοδοξούν ότι με την αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και τις αυξημένες επενδύσεις που πραγματοποιούνται για την αποκατάσταση των ζημιών στη Θεσσαλία θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την ανάπτυξη.