Προβλήματα στην εφαρμογή της νομοθεσίας έχουν δημιουργήσει καθυστερήσεις στην καταβολή των μισθολογικών ωριμάνσεων (τριετίες), σε ορισμένες επιχειρήσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Μπορεί το «ξεπάγωμα» της διαδικασίας να έχει πραγματοποιηθεί από την 1η Ιανουαρίου επίσημα με ειδική διάταξη νόμου, ωστόσο παρερμηνείες και κακή χρήση παλαιότερων αναφορών στις ατομικές συμβάσεις των εργαζομένων, έχουν δημιουργήσει αναστάτωση.
Το θέμα έχει τεθεί και υπό τον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρησης Εργασίας (ΑΑΕΕ), σε μια προσπάθεια να διορθωθούν οι όποιες ανακολουθίες και η επανέναρξη του μέτρου να πραγματοποιηθεί με ομαλότητα.
Γι’ αυτό και έχουν ξεκινήσει έλεγχοι, που θα συνεχιστούν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, συνδυαστικά και με το τσεκάρισμα καταβολής του νέου, αυξημένου κατώτατου μισθού (830 ευρώ μικτά από την 1η Απριλίου).
Οι αιτίες του προβλήματος δεν περιορίζονται μόνο σε ατομικές συμβάσεις παλαιότερων ετών. Αφορούν και νέες συμβάσεις που έχουν συναφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2024, δηλαδή μετά την επίσημη επανέναρξη καταβολής των τριετιών.
Το πρόβλημα με την προϋπηρεσία
Το μεγαλύτερο εμπόδιο, εντοπίζεται στην παρερμηνεία αξιοποίησης της προϋπηρεσίας. Το γεγονός ότι ο νόμος ορίζει πως εφεξής θα μπορεί να γίνει χρήση της προϋπηρεσίας πριν από την 14η Φεβρουαρίου 2012 και μετά την 1η Ιανουαρίου 2024, μπερδεύει ορισμένα λογιστήρια και επιχειρήσεις. Υπάρχουν εργοδότες που θεωρούν ότι η προϋπηρεσία πρέπει να αφορά χρόνο εργασίας που διανύθηκε μόνο στην δική τους επιχείρηση. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη νόμου (ν.5053/23, άρθρο 33) και επεξηγήθηκε σε ειδική εγκύκλιο που εξέδωσε το υπουργείο Εργασίας, για όσους εργαζόμενους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο «ως χρόνος προϋπηρεσίας αναγνωρίζεται ο χρόνος εξαρτημένης σύμβασης ή σχέσης εργασίας, που έχει διανυθεί σε οποιονδήποτε εργοδότη και σε οποιαδήποτε ειδικότητα πριν από τις 14.02.2012 και μετά την 1.1.2024». Δεν ισχύει το ίδιο όμως για όσους αμείβονται σύμφωνα με Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) πο βρίσκεται σε ισχύ. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του γνωστού εργατολόγου Διονύση Τεμπονέρα επί του θέματος, ο οποίος σημειώνει ότι «για την προϋπηρεσία μετρά η οποιαδήποτε ειδικότητα είχαν στο παρελθόν για όσους αμείβονται με τον κατώτατο, για όσους δε αμείβονται με ΣΣΕ μετρά η προϋπηρεσία σε συναφή ειδικότητα και μόνον αυτή».
Επίσης, έχουν εντοπιστεί ατομικές συμβάσεις που υπογράφηκαν σε χρόνο προγενέστερο από την επανέναρξη καταβολής των τριετιών, όπου έχει περιληφθεί ειδική αναφορά, που διατηρεί το ίδιο ύψος αποδοχών, για κάθε άλλη μισθολογική μεταβολή που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μελλοντικό χρόνο. Έτσι, περιορίζεται σημαντικά η πιθανότητα καταβολής μισθολογικών ωριμάνσεων ή επιδομάτων που προκύπτουν στο μέλλον, όπως είναι για παράδειγμα το επίδομα γάμου. Όπως όμως τονίζει ο κ. Τεμπονέρας, «το «ξεπάγωμα» των τριετιών αφορά σε όσους αμείβονται στα όρια του κατώτατου μισθού και σε όσους αμείβονται με ΣΣΕ που προβλέπουν επιδόματα προϋπηρεσίας.
Δεν αφορά όμως σε όσους έχουν ατομική συμφωνία με μισθό ανώτερο του κατώτατου και ρήτρα στην ατομική σύμβαση εργασίας περί συμψηφισμού. Έτσι, οι όποιες αλλαγές δεν αγγίζουν όσους υπερβαίνουν τα κατώτατα μισθολογικά κλιμάκια.»
Προβλήματα έχουν εντοπιστεί και σε νέες συμβάσεις, λόγω μη ακριβούς καταγραφής του μισθού, εάν πρόκειται για τον κατώτατο. Εκεί διαπιστώνεται ότι, λόγω λάθους στο έντυπο που υποβάλλεται στο σύστημα Εργάνη, χάνεται το δικαίωμα καταβολής στις τριετίες.
Στα διαχρονικά προβλήματα που έχουν εντοπιστεί, συγκαταλέγεται και το εργόσημο. Σε περιπτώσεις που αξιοποιείται για εργασία στον αγροτικό τομέα ή για φύλαξη ηλικιωμένων, έχει εντοπιστεί ότι, εάν καταβάλλονται οι βασικές αποδοχές, δεν γίνεται η προσμέτρηση της όποιας προϋπηρεσίας του εργαζόμενου.
Παρέμβαση της Επιθεώρησης Εργασίας
Για το θέμα ήδη έχει ξεκινήσει ελέγχους η Ανεξάρτητη Αρχή Επιθεώρησης Εργασίας (ΑΑΕΕ), καθώς δίνεται έμφαση τόσο στο πεδίο της εφαρμογής του νέου κατώτατου μισθού, όσο και στην χορήγηση των μισθολογικών ωριμάνσεων (τριετίες).
Όπως επισημαίνει με δήλωσή του στη «Ν», ο Διοικητής της ΑΑΕΕ, Γιώργος Τζιλιβάκης, «επιχειρησιακές συμβάσεις που ορίζουν ότι οι συμφωνημένες τακτικές αποδοχές απαρτίζονται από βασικό μισθό και προσαύξηση, με βάση τον χρόνο προϋπηρεσίας που έχει διανυθεί αποδεδειγμένα από τον εργαζόμενο στην ίδια συγκεκριμένη ειδικότητα, δεν μπορεί να υπολείπονται των κατωτάτων μισθολογικών ορίων, όπως διαμορφώθηκαν με το άρθρο 33 του νόμου 5053/2023 (σ.σ. σε ισχύ από 01.01.2024) και με βάση τον εκάστοτε ισχύοντα κατώτατο μισθό και την συνυπολογιζόμενη σε αυτόν προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε ειδικότητα πριν από την 14.02.2012 και μετά την 01.01.2024. Επιθεωρητές σε όλη τη χώρα πραγματοποιούν στοχευμένους ελέγχους, προκειμένου να ελεγχθεί η τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και να διασφαλισθούν τα δικαιώματα των εργαζόμενων ως προς την αμοιβή, τη χορήγηση και την πληρωμή των αδειών τους και την εν γένει τήρηση της εργατικής νομοθεσίας».
Πού δίνεται έμφαση
Ειδικά για τον κατώτατο μισθό και για τις τριετίες, έμφαση θα δοθεί στα εξής σημεία:
1) Την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ και του κατώτατου ημερομισθίου στα 37,07 ευρώ, από την 1η Απριλίου, χωρίς ηλικιακό περιορισμό.
2) Την προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας σε όσους εργαζόμενους αμείβονται με τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό ή ημερομίσθιο (τριετίες και μισθολογικές ωριμάνσεις). Η προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας καθορίζεται ως εξής:
α) Για τους υπαλλήλους με εξαρτημένη σχέση εργασίας, σε ποσοστό 10% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας, έως τρεις τριετίες και συνολικά σε ποσοστό 30% για προϋπηρεσία εννέα ετών και άνω.
β) Για τους εργατοτεχνίτες, με εξαρτημένη σχέση εργασίας σε ποσοστό 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως έξι τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 18 ετών και άνω.