Η Ελλάδα «τρέχει», αλλά δεν φτάνει προς το παρόν τους Ευρωπαίους σε επενδύσεις και εισόδημα. Αν και η οικονομία αναπτύσσεται σήμερα με ρυθμούς σαφώς ταχύτερους των άλλων κρατών – μελών της Ευρωζώνης, σε όρους αγοραστικής δύναμης παραμένουμε κοντά στη Βουλγαρία, ενώ μεγάλη εξακολουθεί να είναι και η ψαλίδα στις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο Federico Barriga Salazar, Senior Director, Global Sovereigns & Supranationals του οίκου Fitch, μιλώντας στη Ναυτεμπορική εξήγησε γιατί θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια ακόμη για να πιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και προσδιόρισε τις προϋποθέσεις για περαιτέρω αναβαθμίσεις του ελληνικού αξιόχρεου.
Προειδοποίησε επίσης ότι πάρα τις όποιες μειώσεις φέτος και την επόμενη χρονιά, τα επιτόκια θα παραμείνουν για αρκετά χρόνια ακόμη σε πολύ υψηλότερα του προ 2022 επίπεδα.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Ωστόσο πολλοί οικονομολόγοι έχουν ρίξει τον πήχη των εκτιμήσεων για την εφετινή χρονιά. Ποια είναι η εκτίμησή σας; Ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις;
Εκτιμούμε ότι η Ελλάδα θα παρουσιάσει ρυθμό ανάπτυξης 2,4%, παρά την ελαφρώς κατώτερη των προσδοκιών επίδοση του 2023. «Οδηγοί» της ανάπτυξης είναι οι ισχυρές επιδόσεις των επενδύσεων και μία ανάκαμψη στην ιδιωτική κατανάλωση. Η τελευταία οφείλεται σε χαμηλότερο του μέσου όρου πληθωρισμό (εκτιμούμε ότι ο εναρμονισμένος δείκτης θα διαμορφωθεί στο 2,6% το 2024) και συνεχή αύξηση της απασχόλησης. Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα μας έχει εκπλήξει ευχάριστα, με το ποσοστό της ανεργίας να συνεχίζει να υποχωρεί σταδιακά μέσα στα επόμενα χρόνια, κοντά στα επίπεδα του 2007 – 2008.
Οι βασικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι παρόμοιες με πολλών χωρών της Ε.Ε.: η γήρανση του πληθυσμού, η κλιματική αλλαγή, η αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι επίσης ιδιαίτερες, όπως η ανάγκη να κλείσει το επενδυτικό κενό, να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον και να αντιμετωπιστούν οι ακόμη επίμονες ανισορροπίες στο ισοζύγιο συναλλαγών.
Προσοχή στο επενδυτικό κενό
Επισημάνατε ως μία από τις προκλήσεις το λεγόμενο επενδυτικό κενό. Πότε θα μπορούσαμε να το δούμε να κλείνει;
Το επενδυτικό κενό είναι εν μέρει αποτέλεσμα της μακράς κρίσης, με τις επενδύσεις στην Ελλάδα να είναι κοντά στο 16% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλότερα του μέσου όρου της Ε.Ε. Τα τελευταία χρόνια είχαμε ισχυρές επενδύσεις τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, χάρη στην ανάκαμψη και τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό βοηθά να κλείσει σταδιακά το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα. Θα χρειαστεί ωστόσο να περάσουν αρκετά χρόνια ισχυρών εισροών για να μπορέσει να περιοριστεί αισθητά, ενώ υπάρχει μία αβεβαιότητα σχετικά με το τι θα γίνει μετά το 2026, όταν δεν θα υπάρχουν πια οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι αρχές τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να προωθούν μεταρρυθμίσεις για αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως και απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών, γεγονός που έχει οδηγήσει σε επίπεδα – ρεκόρ ξένων άμεσων επενδύσεων. Περαιτέρω μεταρρυθμίσεις σχεδιάζονται και αυτό θα μπορούσε να εγγυηθεί υψηλότερες εισροές. Το πιο σημαντικό είναι πως υπάρχουν ενδείξεις σε επίπεδο κλάδων ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις καθίστανται πιο ανταγωνιστικές και μπορούν να αξιοποιήσουν τις ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας. Ενώ όμως σε επίπεδο τιμών η Ελλάδα φαίνεται ανταγωνιστική, η παραγωγικότητα δεν είναι υψηλή.
Μεγάλη η απόσταση από τους Ευρωπαίους στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, δύσκολα θα κλείσει
Οι Έλληνες είναι στη δεύτερη χειρότερη θέση στην Ε.Ε., μετά τη Βουλγαρία, ως προς την αγοραστική δύναμη. Μπορούν να κλείσουν την ψαλίδα με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους;
Η σύγκλιση έχει αρχίσει να λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Ωστόσο το «κενό» στο κατά κεφαλήν εισόδημα που δημιουργήθηκε τα τελευταία 15 χρόνια, ύστερα από αλλεπάλληλες κρίσεις είναι τεράστιο και θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να περιοριστεί.
Τα επόμενα 3-4 χρόνια υπολογίζουμε ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης 2% με 2,5% έναντι 0,5% με 1% στην Ευρωζώνη.
Μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη υπολογίζεται σε 1% με 1,5% και σίγουρα αυτό θα καταστήσει πολύ πιο δύσκολο τον στόχο του να κλείσει η ψαλίδα.
Μετά την επενδυτική βαθμίδα, τι;
Η Ελλάδα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα από τους περισσότερους οίκους. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε περαιτέρω αναβαθμίσεις;
Έχουμε προσδιορίσει 2 βασικούς τομείς, στους οποίους έχουμε θετικό μομέντουμ αξιολόγησης: δημόσια οικονομικά και μακροοικονομικά/ ανάπτυξη. Στα δημόσια οικονομικά βασικός στόχος παραμένει το επίπεδο του δημόσιου χρέους. Υπολογίζουμε ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα συνεχίσει να υποχωρεί κοντά στο 150% του ΑΕΠ έως το 2025 και κοντά στο 140% έως το 2027, αλλά παραμένει τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση BBB. Η σύνθεση του χρέους είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα αλλά σε 10 χρόνια η χώρα θα πρέπει να αρχίσει να βασίζεται πολύ περισσότερο στις αγορές κεφαλαίου κάτι που σημαίνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους παραμένει καθοριστικής σημασίας.
Στο πλαίσιο αυτό η θετική αξιολόγηση θα μπορούσε να έρθει εάν δούμε συνεχή δέσμευση στη μείωση του δημοσίου χρέους μεσοπρόθεσμα ή εάν δούμε ότι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και η δυναμική των επενδύσεων τονώσουν τις προοπτικές της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης και καταστήσουν την οικονομία πιο ανθεκτική.
Ξεχάστε τα χαμηλά επιτόκια
Όλες οι οικονομίες της Ευρωζώνης έχουν στραμμένο το βλέμμα και στην ΕΚΤ, η οποία έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια τον Ιούνιο. Πού θα είναι τα επιτόκια στα τέλη της εφετινής χρονιάς και στο τέλος του 2025;
Διατηρούμε αμετάβλητη την εκτίμηση για μείωση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης έως τα τέλη του έτους, με την πρώτη μείωση να έρχεται τον Ιούνιο. Παραμένουν επιπλέον μείωση κατά 75 μονάδες δόσεις μέσα στην επόμενη χρονιά, κάτι που σημαίνει ότι έως τα τέλη του 2025 τα επιτόκια θα παραμένουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (3%) σε σχέση με τα προ 2022 επίπεδα. Όπως πολλοί υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής στην Ευρώπη έχουν επισημάνει, είναι μάλλον απίθανο να δούμε επιστροφή σε πολύ χαμηλά επιτόκια μεσοπρόθεσμα.