Ιδιαίτερη αναφορά στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έκανε ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας από το συνέδριο της ΕΣΕΕ, Future of Retail 2024.
Όπως τόνισε, ο κλάδος του εμπορίου εκπροσωπεί πολύ σημαντικό κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ.
Συνεισφέρει το 13% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία και αντιπροσωπεύει το 17,6% περίπου της απασχόλησης.
Ο κλάδος του εμπορίου χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και ειδικότερα, πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Αναφορικά με τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων τονίστηκε πως στις αποκρίσεις τους κατά το 2023 στην Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων, που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωσυστήματος, οι τράπεζες ανέφεραν σχετική χαλάρωση στους όρους χορήγησης πιστώσεων, προερχόμενη κυρίως από συρρίκνωση του περιθωρίου επιτοκίου των επιχειρηματικών δανείων σε μια περίοδο αύξησης του γενικού επιπέδου των επιτοκίων, καθώς και από κάποια σχετική μείωση των λοιπών επιβαρύνσεων εκτός τόκων.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα χονδρικού και λιανικού εμπορίου, για το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι τράπεζες εκτιμούν ότι δεν θα υπάρξουν ουσιαστικές μεταβολές στους όρους χορήγησης πιστώσεων, ενώ ταυτόχρονα αναμένουν μικρή σχετικά μείωση της ζήτησης δανείων από τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το 2023 στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα του εμπορίου διοχετεύθηκε σχεδόν το 1/5 της συνολικής πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ο κλάδος του εμπορίου απορρόφησε το δεύτερο υψηλότερο μερίδιο της τραπεζικής πίστης μετά από εκείνο της βιομηχανίας και ίσο με εκείνο του κλάδου της ενέργειας.
Οι ελληνικές τράπεζες το περασμένο έτος χορήγησαν νέα δάνεια προς τις εμπορικές επιχειρήσεις συνολικού ύψους 1,6 δισ. ευρώ.
Το Δεκέμβριο του 2023 ο τομέας του εμπορίου εμφάνιζε το δεύτερο υψηλότερο υπόλοιπο (μετά τη βιομηχανία) ως προς το συνολικό απόθεμα επιχειρηματικών δανείων.
Τα υφιστάμενα δάνεια προς το εμπόριο ανήλθαν σε 12,3 δισ. ευρώ, δηλαδή 18,6% του συνολικού υπολοίπου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Το υπόλοιπο των πιστώσεων αυτών ενισχύθηκε ιδιαίτερα κατά τα έτη της πανδημίας, τη διετία 2020-2021, καθώς οι εμπορικές επιχειρήσεις είχαν χρηματοδοτηθεί περισσότερο από όλους τους άλλους τομείς μέσω των προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, με ευνοϊκούς όρους κυρίως μέσω του Ταμείου Εγγυήσεων υπέρ επιχειρήσεων που επλήγησαν οικονομικά από την πανδημία.
Το μέσο ετήσιο υπόλοιπο πιστώσεων προς τον κλάδο του εμπορίου ως ποσοστό της ετήσιας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του κλάδου για την τριετία 2020-2022 ανήλθε σε 67,4% σε σύγκριση με 83,7% για τον κλάδο της βιομηχανίας και 66,4% για τον κλάδο της ενέργειας.
Όπως επεσήμανε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, «επικεντρωνόμενοι στις ΜΜΕ του κλάδου του εμπορίου σε αντιδιαστολή με τις μεγάλες επιχειρήσεις βλέπουμε ότι το 2023 απορρόφησαν το 18,5% περίπου των νέων δανείων προς τις ΜΜΕ στο σύνολο της οικονομίας, που ήταν το τρίτο υψηλότερο μερίδιο μεταξύ των επιμέρους κλάδων – μετά τη μεταποίηση και την ενέργεια – ενώ το 2022 ο κλάδος του εμπορίου είχε καταγράψει πρωτιά μεταξύ των μικρομεσαίων, με 20,8% των νέων πιστώσεων».
Το 2023 οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες έλαβαν τραπεζικά δάνεια ύψους 2 δισεκ. ευρώ (2022: 4,2 δισεκ. ευρώ) υποστηριζόμενα μέσω προγραμμάτων αφενός του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ο οποίος αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF)) και αφετέρου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ).
Άνω του 75% της αξίας των εν λόγω χρηματοδοτήσεων κατευθύνθηκε προς ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους, μερίδιο που αντικατοπτρίζει τη διαχρονική στόχευση της ευρωπαϊκής και εθνικής πολιτικής στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών χρηματοδοτικών εργαλείων, το μεγαλύτερο ποσοστό σε όρους αξίας εκταμιεύσεων (57%) αντιστοιχούσε σε προγράμματα συγχρηματοδότησης (2022: 15%) και το υπόλοιπο σε εγγυοδοσίες.
Η αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων ως αποτέλεσμα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής ενίσχυσε τη σημασία των συγχρηματοδοτήσεων, καθώς αυτές επιτυγχάνουν ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης.
Συμπληρωματικά προς τα χρηματοδοτικά εργαλεία των αναπτυξιακών τραπεζών, οι εγχώριες επιχειρήσεις επωφελούνται από χαμηλότοκα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and ResilienceFacility – RRF).
Συνολικά το 2023, από το δανειακό σκέλος του RRF εκταμιεύθηκαν επιχειρηματικά δάνεια ύψους 1450 εκατ. ευρώ (2022: 360 εκατ. ευρώ ), εκ των οποίων 900 εκατ. συνιστούσαν κεφάλαια από δημόσιους πόρους του Μηχανισμού και τα υπόλοιπα κεφάλαια των τραπεζών.
Περίπου οι μισές από τις δανειακές συμβάσεις αφορούσαν επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους.
Οι συμβάσεις που αφορούσαν ΜΜΕ είχαν συνολικό ύψος 1,2 δισεκ. Ευρώ και αντιπροσώπευαν το 15% της αξίας του συνόλου (8 δισεκ. ευρώ) των δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη συναφθεί στο πλαίσιο του Μηχανισμού. Το ιδιαίτερα χαμηλό κόστος δανεισμού καθιστά ελκυστικά τα εν λόγω δάνεια.
Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αναμένεται να εξακολουθήσει να υποστηρίζεται τα επόμενα έτη από τα χαμηλότοκα δάνεια που προσδοκώνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Σε συνέχεια της έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, οι συνολικοί ευρωπαϊκοί πόροι για το δανειακό σκέλος του Μηχανισμού αυξήθηκαν κατά 5 δισεκ. ευρώ σε 17,7 δισεκ. ευρώ. Από αυτό το σύνολο των 17,7 δισεκ., έχουν ήδη εκταμιευθεί προς τη χώρα 7,3 δισεκ. ευρώ και εξ αυτών 4 δισεκ. ευρώ είναι διαθέσιμα στις συνεργαζόμενες τράπεζες για τη χορήγηση επιχειρηματικών πιστώσεων.
Η απορρόφηση των δανείων αυτών μέχρι το 2026 κατ’ εξοχήν θα οδηγήσει κατά τα επόμενα έτη στην κινητοποίηση πολλαπλάσιων πόρων και σε επιτάχυνση των επενδύσεων. Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων θα υποστηριχθεί επίσης από την υιοθέτηση νέων χρηματοδοτικών προγραμμάτων στο πλαίσιο της υλοποίησης του ΕΣΠΑ 2021-2027 και του Αναπτυξιακού Νόμου.
Ειδικότερα, αναμένεται η δημιουργία Ταμείων με σκοπό την παροχή:
α) εγγυήσεων δανείων,
β) συγχρηματοδοτήσεων με άτοκη χρηματοδότηση μέρους του δανείου,
γ) επιχορηγήσεων με επιδότηση επιτοκίου ή/και κεφαλαίου (capitalrebates) και δ) συνεπενδύσεων, δηλ. επενδύσεων σε επιχειρηματικά κεφάλαια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ταμείο Καινοτομίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, μέσω του οποίου οι επιχειρήσεις ωφελούνται από χαμηλότερες απαιτήσεις εξασφαλίσεων (λόγω της παροχής εγγυήσεων εκ μέρους της ΕΑΤ) και, εφόσον επιτύχουν κριτήρια ESG (περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβέρνησης) και καινοτομίας, λαμβάνουν πρόσθετες ενισχύσεις με τη μορφή επιχορηγήσεων κεφαλαίου.
Μέχρι το τέλος του 2023 η Τράπεζα της Ελλάδος είχε αδειοδοτήσει τρεις εταιρίες παροχής μικροπιστώσεων μέχρι €25.000 που αναμένεται να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τον τραπεζικό δανεισμό.
Όσον αφορά στο κομμάτι του υγιούς ανταγωνισμού, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι η ΤτΕ ωθεί τις μικρότερες τράπεζες να ενδυναμωθούν κεφαλαιακά και να προκαλέσουν μεγαλύτερο ανταγωνισμό προς τις “μεγάλες” τράπεζες, είπε και αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια τράπεζα και το σχέδιο συγχώνευσής τους.
Σχετικά με την ανάπτυξη στη χώρα μας τόνισε ότι το χρέος ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ, θα μειώνεται ταχύτατα.
Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια και οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αντανακλώνται στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Η αναβάθμιση αυτή αποτελεί πολύ σημαντική εξέλιξη, διότι μετριάζει τις επιπτώσεις των αυξήσεων των επιτοκίων στο κόστος δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με θετικές επιδράσεις στο λιανικό εμπόριο και τις ΜΜΕ.
Παράλληλα, η πρόοδος στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, η βελτίωση των βασικών δεικτών αποδοτικότητας και ρευστότητάς τους και η εν εξελίξει αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών υποδηλώνουν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές μελλοντικές αναταράξεις και να βοηθήσει στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, σημείωσε πως απαιτείται η συνέχιση της προσπάθειας για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την περαιτέρω αναβάθμισή της.
Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επίτευξη των αναγκαίων πρωτογενών πλεονασμάτων, στην αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, οι οποίοι όπως ανέφερα προηγούμενα είναι καθοριστικοί για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των επενδύσεων, καθώς και στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.