Την αύξηση του ορίου ακαθαρίστων εσόδων μέχρι το οποίο ισχύει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις από την υποχρέωση είσπραξης και απόδοσης ΦΠΑ στο Δημόσιο εξετάζει η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Στόχος είναι η μείωση του κόστους συμμόρφωσης για εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις αλλά και για τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες του κράτους.
Το όριο τζίρου μέχρι το οποίο ισχύει σήμερα απαλλαγή των μικρών επιχειρήσεων από την υποχρέωση να χρεώνουν στους πελάτες τους και να αποδίδουν στο Δημόσιο ΦΠΑ ανέρχεται αυτή τη στιγμή σε 10.000 ευρώ.
Οι πληροφορίες που υπάρχουν αναφέρουν ότι το όριο μελετάται να αυξηθεί σε επίπεδα από 15.000 έως 20.000 ευρώ από το επόμενο έτος.
Το πόσο ακριβώς θα αυξηθεί το όριο εξαρτάται από το εάν και κατά πόσο το ύψος των εσόδων ΦΠΑ, που εισπράττονται από τις επιχειρήσεις με ετήσιους τζίρους πάνω από 10.000 ευρώ και μέχρι 20.000 ευρώ, υπερβαίνει σημαντικά το κόστος που συνεπάγεται αφενός για τις επιχειρήσεις αυτές η ανάγκη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που προβλέπει η νομοθεσία για τον ΦΠΑ, αφετέρου για τις φορολογικές αρχές η ανάγκη παρακολούθησης και ελέγχου της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων αυτών.
Κατάρτιση μελέτης
Για το πόσο ακριβώς συμφέρει το Δημόσιο να αυξηθεί το όριο αυτό καταρτίζεται ήδη μελέτη από αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου, κατόπιν εντολής της πολιτικής ηγεσίας.
Αντικείμενο της μελέτης είναι να βρεθεί σε ποιο ύψος πρέπει να διαμορφωθεί το όριο ώστε η ζημία στα έσοδα του Δημοσίου, εξαιτίας της απαλλαγής χιλιάδων επιχειρήσεων να χρεώνουν και να αποδίδουν ΦΠΑ, να είναι περίπου ίδια ή ελάχιστα μεγαλύτερη και ουσιαστικά αμελητέα σε σύγκριση με το όφελος που θα προκύψει από τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης για επιχειρήσεις και φορολογικές υπηρεσίες. Προς το παρόν, οι πρώτες εκτιμήσεις που έχουν γίνει βασίστηκαν σε ένα σενάριο αύξησης του ορίου στα 25.000 ευρώ και έδειξαν ότι τυχόν αύξηση του ορίου στο επίπεδο αυτό θα σημάνει απώλεια εσόδων ύψους 125 εκατ. ευρώ για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το ποσό αυτό μπορεί θεωρητικά να φαίνεται εύκολο να καλυφθεί από άλλες πηγές εσόδων ή και από εξοικονομήσεις δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού του 2025. Όμως, δεδομένων των γενικότερων αβεβαιοτήτων που υπάρχουν και των υψηλών δημοσιονομικών στόχων που έχουν ήδη τεθεί για το επόμενο έτος, ακόμη κι αυτό το ποσό θεωρείται πολύτιμο για τα δημόσια έσοδα και μια τόσο μεγάλη αύξηση του ορίου δεν αναμένεται να επιλεγεί.
Πιο πιθανό θα πρέπει να θεωρηθεί η αύξηση του ορίου να φθάσει μέχρι τα 15.000 ή ακόμη και μέχρι τα 20.000 ευρώ, ακόμη όμως τίποτε δεν έχει συζητηθεί σε τελικό στάδιο και φυσικά δεν έχει αποφασιστεί.
Το ισχύον σήμερα στην Ε.Ε. καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις προβλέπει βασικό όριο απαλλαγής 5.000 ευρώ, από το οποίο όμως τα κράτη-μέλη έχουν το δικαίωμα να παρεκκλίνουν. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη πολλά κράτη-μέλη βασίζονται επί του παρόντος σε παρεκκλίσεις από το ισχύον όριο (η χώρα μας εφαρμόζει όριο 10.000 ευρώ), ενώ έχουν υποβληθεί αρκετά νέα αιτήματα για παρεκκλίσεις (Κάτω Χώρες και Βέλγιο όριο 25.000 ευρώ, Λουξεμβούργο 35.000 ευρώ, Πολωνία, Λετονία και Εσθονία όριο 40.000 ευρώ, Ουγγαρία όριο 48.000 ευρώ, Λιθουανία όριο 55.000 ευρώ, Κροατία όριο 45.000 ευρώ, Μάλτα όριο 30.000 ευρώ, Σλοβενία όριο 50.000 ευρώ, Τσεχία όριο 85.000 ευρώ, Ρουμανία όριο 85.000 ευρώ και Ιταλία όριο 85.000 ευρώ).
Δυνατότητα μέχρι και τα 85.000 ευρώ από την 1η-1-2025
Πάντως, τη δυνατότητα να θέσει σε ισχύ αυξημένο όριο απαλλαγής από τις υποχρεώσεις του ΦΠΑ σε όποιο επίπεδο επιθυμεί μέχρι τα 85.000 ευρώ θα την έχει η ελληνική κυβέρνηση από την 1η Ιανουαρίου 2025, όταν θα πρέπει να έχει θέσει σε ισχύ τη νέα οδηγία (Ε.Ε.) 2020/285 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Συγκεκριμένα, η Οδηγία αυτή εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 18 Φεβρουαρίου 2020 και, σύμφωνα με αυτήν, η χώρα μας και όλα τα άλλα κράτη-μέλη θα πρέπει να την εντάξουν στην εγχώρια νομοθεσία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024 έτσι ώστε να ισχύσουν οι μεταβολές που προβλέπει από την 1η-1-2025.
Οι βασικές αλλαγές που επιφέρει η Οδηγία, τις οποίες θα πρέπει να ενσωματώσουν τα κράτη-μέλη στις εθνικές τους νομοθεσίες, είναι οι εξής:
- O ορισμός των «μικρών» επιχειρήσεων θα πρέπει να καλύπτει όλες τις επιχειρήσεις των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών στην ενιαία αγορά δεν υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ.
- Επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να καθορίζουν το όριο του ετήσιου κύκλου εργασιών που απαιτείται για την απαλλαγή από τον ΦΠΑ σε επίπεδο που δεν υπερβαίνει το ποσό των 85.000 ευρώ. Η δυνατότητα για τα κράτη-μέλη που αποφασίζουν να εφαρμόσουν την εξαίρεση των ΜμΕ να ορίσουν το όριό τους στο επίπεδο που αντικατοπτρίζει καλύτερα το ιδιαίτερο οικονομικό και νομικό τους πλαίσιο. Η απαλλαγή θα είναι διαθέσιμη σε όλες τις επιλέξιμες επιχειρήσεις της Ε.Ε., είτε είναι εγκατεστημένες είτε όχι στο κράτος-μέλος όπου πραγματοποιούν παραδόσεις που υπόκεινται σε ΦΠΑ.
- Για κάθε μικρή επιχείρηση που μπορεί να επωφεληθεί της εξαίρεσης σε κράτος-μέλος όπου δεν είναι εγκατεστημένη, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: (i) ο ετήσιος κύκλος εργασιών της επιχείρησης σε αυτό το κράτος- μέλος πρέπει να είναι χαμηλότερος από το όριο εξαίρεσης που ισχύει εκεί, και (ii) ο συνολικός κύκλος εργασιών του στην ενιαία αγορά (ετήσιος κύκλος εργασιών της Ένωσης) δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος από 100.000 ευρώ.
- Καθιερώνεται μεταβατική περίοδος για τις μικρές επιχειρήσεις που κάνουν χρήση της εξαίρεσης των ΜΜΕ των οποίων ο κύκλος εργασιών υπερβαίνει το όριο απαλλαγής σε ένα δεδομένο έτος.