Αύξηση 4%-5%, δηλαδή από τα 780 ευρώ που είναι σήμερα να ανέλθει στα 811 ή στα 819 ευρώ μικτά, είναι η τελική πρόταση του ΚΕΠΕ και της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον νέο κατώτατο μισθό.
Μια πρόταση που κατατέθηκε προς το υπουργείο Εργασίας και αξιολογείται από την πολιτική ηγεσία, εν όψει της τελικής εισήγησης που θα κάνει η Δόμνα Μιχαηλίδου προς το Υπουργικό Συμβούλιο την ερχόμενη Τετάρτη, 27 Μαρτίου.
Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να κινηθεί λίγο ψηλότερα, τοποθετώντας τις βασικές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα στα επίπεδα των 830 ευρώ, κάτι που θα σημαίνει 6,5% αύξηση, δηλαδή λίγο καλύτερα από την τελική πρόταση που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, στα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούν το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων είναι ότι υπάρχουν σημαντικά κενά θέσεων εργασίας που παρουσιάζουν μεγάλη δυσκολία για να καλυφθούν, άρα μια πιθανή αύξηση στις κατώτατες αποδοχές θα βοηθήσει στον περιορισμό τους.
Οι κενές θέσεις και η παραγωγικότητα
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το δ’ τρίμηνο του περασμένου έτους υπολογίστηκαν σε 38.000 οι κενές θέσεις απασχόλησης. Την ίδια στιγμή, όμως, τονίζεται ότι η όποια αύξηση θα πρέπει να συνυπολογίσει και τον πληθωρισμό της προηγούμενης χρονιάς (3,5%), καθώς δεν θα πρέπει να απέχει σημαντικά από το συγκεκριμένο ποσοστό, ώστε να μην προκύψει υπέρμετρη επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις.
Ταυτόχρονα, το ΚΕΠΕ ήδη από την πρώτη έκθεσή του είχε επισημάνει ότι η διαρκής βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά την τελευταία διετία δικαιολογεί μια ανάλογη αύξηση στις κατώτατες αποδοχές του ιδιωτικού τομέα, καθώς μπορεί να συμβαδίζουν ανοδικά τα δύο μεγέθη. Το ΚΕΠΕ, έχοντας επεξεργαστεί στοιχεία από την Ε.Ε. για την παραγωγικότητα στην αγορά εργασίας όλων των κρατών-μελών, διαπιστώνει ότι παρά το γεγονός πως στην Ελλάδα έχει καταγραφεί βελτίωση, τα στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση ως προς τον δείκτη παραγωγικότητας στην εργασία (57% στα τέλη του 2022), ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία.
Όμως, στο στοιχείο αυτό πρέπει να προστεθεί και η ανάλυση της συνολικής πορείας του συγκεκριμένου δείκτη από το 2021 και μετά. Όπως φαίνεται, από το 80% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η παραγωγικότητα της εργασίας υποχώρησε στο 54% το 2021. Το 57% που καταγράφηκε το 2022 συνιστά μικρή ανάκαμψη, σύμφωνα με τους τεχνοκράτες του ΚΕΠΕ, η οποία όμως από τα πρώτα στοιχεία για το 2023 φαίνεται ότι έχει και συνέχεια.
Ουσιαστικά, αφαιρέθηκε από τον συγκεκριμένο δείκτη η επίδραση που ασκούν σε αυτόν οι μεταβολές των τιμών των προϊόντων. Έτσι, προκύπτει ότι κατά το β’ και το γ’ τρίμηνο του 2023 (τελευταία διαθέσιμα χρονικά διαστήματα όπου μπορεί να γίνει η σχετική αξιολόγηση στοιχείων) η παραγωγικότητα της εργασίας βελτιώνεται ακόμα περισσότερο συγκριτικά με τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους του 2022.
Μάλιστα, πρέπει να τονιστεί ότι συνολικά η πορεία της χώρας στο συγκεκριμένο πεδίο καταγράφει θετικό πρόσημο από το β’ τρίμηνο του 2022 και μετά, εν αντιθέσει με τη συνολική εικόνα της Ε.Ε. των 27 κρατών-μελών. Ειδικά για το 2023, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η παραγωγικότητα της εργασίας κινείται μόνιμα με αρνητικό πρόσημο. Αυτό το στοιχείο συνηγορεί στο να εκφράζεται η πεποίθηση ότι μπορεί η ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα να αντέξουν μια νέα αύξηση των κατώτατων αποδοχών.
Οι προτάσεις
Υπενθυμίζεται ότι τόσο το ΚΕΠΕ όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) αλλά και το ΙΟΒΕ στην έκθεση που είχαν υποβάλει προς το υπουργείο Εργασίας είχαν προτείνει η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού να μην υπερβαίνει το 4%. Ανάλογη πρόταση είχε καταθέσει και ο ΣΕΒ, ενώ λίγο υψηλότερα (4,5%) ήταν οι εκτιμήσεις της ΕΣΕΕ, του ΣΕΤΕ (5%) και της ΓΣΕΒΕΕ (5,5%). Από την άλλη πλευρά, πολύ υψηλότερη αύξηση (16,41%) στα επίπεδα των 908 ευρώ (μικτά) ήταν η πρόταση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για τον νέο κατώτατο μισθό, που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Απριλίου και αφορά περίπου 600.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.