Η αβεβαιότητα παραμένει καταλυτικός παράγοντας καθυστέρησης στην αποκλιμάκωση των τιμών στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, παρά το γεγονός ότι ο εισαγόμενος πληθωρισμός και το κόστος παραγωγής στη γεωργία βαίνουν μειούμενα.
Η αγορά των επονομαζόμενων«ταχυκίνητων» καταναλωτικών αγαθών, ήτοι αυτά που συνθέτουν κατά πλειοψηφία το καλάθι του νοικοκυριού, εξακολουθεί να κινείται σε ένα ιδιαίτερα αβέβαιο περιβάλλον, καθώς όπως χαρακτηριστικά ανέφερε κατά την 29η Γενική Συνέλευση του ECR Hellas ο Αλέξανδρος Δανιηλίδης, πρόεδρος από πλευράς βιομηχανίας και προμηθευτών του ECR Hellas και διευθύνων σύμβουλος της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, «στη βιομηχανία αλλά και το λιανεμπόριο έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα παγκόσμιο περιβάλλον στο οποίο είναι πολύ δύσκολο να προβλέψεις ποια θα είναι η επόμενη μεγάλη πρόκληση. Αν σκεφτούμε ότι στην Ευρώπη ή πολύ κοντά στην Ευρώπη υπάρχουν πολεμικές συγκρούσεις με πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχολογία των καταναλωτών και στην παραγωγή και διακίνηση των πρώτων υλών, καθώς επίσης στην ενέργεια οι επιπτώσεις είναι μεγάλες και ασύμμετρες, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψεις πώς θα αλλάξουν τα πράγματα».
Όπως αναφέρουν στη «Ν» υψηλόβαθμα στελέχη της οργανωμένης λιανικής, «η εξίσωση για την αγορά παραμένει πολύ δύσκολη, καθώς ο συγκερασμός των δεικτών κερδοφορίας της ικανοποίησης των βασικών μετόχων, της διατήρησης της πιστότητας των καταναλωτών και της εξασφάλισης αναπτυξιακών προοπτικών μέσα σε ένα ασταθές περιβάλλον έχουν μετατρέψει προμηθευτές και λιανεμπόρους σε “διαχειριστές προκλήσεων”.
Η βελτίωση βασικών δεικτών κόστους, όπως π.χ. η ενέργεια, είναι εξ ορισμού μια θετική εξέλιξη, ωστόσο η αντίδραση της αγοράς -σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την τιμολογιακή πο-
λιτική- είναι και θα παραμείνει επιφυλακτική».
Την περασμένη Πέμπτη, η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσιοποίησε την πορεία του γενικού δείκτη τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία τον Ιανουάριο, καθώς επίσης και την εξέλιξη στις τιμές και στο κόστος γεωργικής παραγωγής, πεδία που αποτελούν σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης των τελικών τιμών καταναλωτή.
Οι επιδόσεις του Ιανουαρίου τόσο σε επίπεδο εισαγόμενου πληθωρισμού όσο και στον δείκτη εισροών και εκροών στη γεωργία και κτηνοτροφία οδήγησαν εν μέρει στην αποκλιμάκωση του ποσοστού ανατιμήσεων, που αποτυπώθηκε στον δείκτη τιμών καταναλωτή τον Φεβρουάριο, ο οποίος ειδικά στην ομάδα διατροφή, μολονότι υποχώρησε, παρέμεινε σε υψηλά «βαρομετρικά», της τάξεως του 6,7%.
Εισαγόμενος πληθωρισμός
Πιο συγκεκριμένα, σε επίπεδο εισαγόμενου πληθωρισμού, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο γενικός δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία κατέγραψε τον Ιανουάριο μείωση 6,4% σε ετήσια βάση. Η ετήσια μείωση αποδίδεται στην υποχώρηση κατά 8,9% στις τιμές εισαγωγών από χώρες εκτός Ευρωζώνης και κατά 1,2% στις χώρες εντός Ευρωζώνης.
Στο εξεταζόμενο διάστημα το πρόσημο ήταν αρνητικό στην πλειονότητα των κλάδων, με αιχμή την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού με πτώση 25,7%, την άντληση αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου με υποχώρηση 14,1%, την παραγωγή βασικών μετάλλων -9% και την παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου -6,1%. Στη βιομηχανία τροφίμων η μείωση κινήθηκε σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό, της τάξεως του 1%, ενώ στην ποτοποιία ο δείκτης αυξήθηκε κατά 3,7%.
Συνολικά τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά κατέγραψαν αύξηση στον δείκτη κατά 1,5% σε ετήσια βάση. Την ίδια ώρα, στον εγχώριο πρωτογενή τομέα οι τιμές παραγωγού κατέγραψαν τον Ιανουάριο αύξηση 21% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2023 -επίδοση υψηλότερη από τη σύγκριση Ιανουαρίου 2023 με Ιανουάριο 2022, όταν είχε παρουσιάσει άνοδο 20,3%.
Βαρόμετρο στην πορεία των τιμών παραγωγού αποτελεί το κομμάτι της φυτικής παραγωγής που εμφάνισε αύξηση σε ετήσια βάση κατά 40%, η οποία αποδίδεται κυρίως στο ελαιόλαδο που εκτοξεύθηκε με αύξηση 83,1%, στα φρούτα που εμφανίζουν άνοδο 35,3% και στα λαχανικά όπου οι τιμές παραγωγού κατέγραψαν ετήσια αύξηση κατά 22,7%.
Σε ό,τι αφορά τη ζωική παραγωγή, ο δείκτης τιμών παραγωγού εμφάνισε ηπιότερη άνοδο, της τάξεως του 2,3%.
Κόστος παραγωγής
Ενδιαφέρον έχει να επισημανθεί ότι στο ίδιο διάστημα το κόστος παραγωγής καταγράφει σημαντική υποχώρηση, με τον γενικό δείκτη τιμών εισροών στη γεωργία να καταγράφει σε ετήσια βάση μείωση 2,1%. «Στα αγροτικά προϊόντα ο παράγοντας της κλιματικής κρίσης και το αποτέλεσμα αυτής στις παραγόμενες ποσότητες είναι αυτός που θα κρατήσει ψηλά τις τιμές εφεξής.
Το ελαιόλαδο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς επηρεάζει η ακαρπία ακόμα και μια χώρα που αποτελεί μία εκ των τριών βασικότερων παραγωγών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δυστυχώς, ο πληθωρισμός στα αγροδιατροφικά προϊόντα δεν θα αποκλιμακωθεί άμεσα», αναφέρουν στη «Ν» αναλυτές της αγοράς τροφίμων.