Εδώ και μήνες η αγορά περίμενε την 15η Μαρτίου ως την ημέρα που ακόμη και ο πιο αυστηρός των οίκων αξιολόγησης, ο Moody’s, θα αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι το ελληνικό αξιόχρεο δεν είναι πια για τα «σκουπίδια».
Όλοι οι υπόλοιποι οίκοι, μεγάλοι και μικρότεροι (S&P, Fitch, DBRS, Scope Ratings), για πρώτη φορά ύστερα από το ταραχώδες και επώδυνο 2010, μας έχουν επαναφέρι στην επενδυτική βαθμίδα αναγνωρίζοντας την ανθεκτικότητα της ελληνικής οκονομίας (αναπτύσσεται ταχύτερα από τις άλλες της Ευρωζώνης), την πρόοδο σε μία σειρά μεταρρυθμίσεων και την πολιτική σταθερότητα.
Ο Στέφεν Ντουκ και τα απογοητευτικά δεδομένα
Αλλά ο Moody’s έχει τον… Γερμανό του. Ο Στέφεν Ντουκ, υπεύθυνος στον αμερικανικό οίκο για τις αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας – με πλούσια εμπειρία άνω των 15 ετών – δεν εντυπωσιάζεται εύκολα. Είναι φειδωλός στα «μπράβο» και χθες προτίμησε να τηρήσει απόλυτη στάση αναμονής. Όχι μόνο δεν αναβάθμισε την κλίμακα της πιστοληπτικής ικανότητας, αλλά δεν θέλησε καν να στείλει ένα ευοίωνο σήμα, αναβαθμίζοντας τις προοπτικές σε θετικές.
Ένα θετικό outlook περίπου «υπόσχεται» – εφόσον δεν υπάρξουν εκπλήξεις – αναβάθμιση μέσα στους επόμενους 6 με 12 μήνες. Το «σταθερό» που έχει επιλέξει ο Γερμανός αναλυτής για τη χώρα μας, σημαίνει ότι τα ερωτήματα επιμένουν.
Ποια είναι τα τελευταία δεδομένα που φαίνεται να προκάλεσαν προβληματισμό; Η αξιολόγηση ήρθε λίγα 24ωρα μετά την αρνητική έκπληξη των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για το ρυθμό ανάπτυξης του 2023 (έδειξαν μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 2% έναντι πρόβλεψης στον προϋπολογισμό για 2,4%), αλλά και στον απόηχο ακριβώς της έκθεσης της ΤτΕ, που ρίχνει τον πήχυ για την ανάπτυξη του 2024 στο 2,3% από 2,5%.
Προσοχή… στο κενό
Η ανάπτυξη δεν είναι απλά ένας αριθμός. Χαμηλότερος ρυθμός, σημαίνει ενδεχομένως και χαμηλότερα φορολογικά έσοδα, μεγαλύτερη δυσκολία στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά και ακόμη ένα εμπόδιο προς τον στόχο του να κλείσει το περιβόητο «επενδυτικό κενό».
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα – παρά την προσπάθεια που έχει γίνει για προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων από το εξωτερικό, στον κλάδο της τεχνολογίας πρωτίστως, αλλά και αλλού – εξακολουθεί να υπολείπεται αισθητά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι στο 13% με 14% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. προσεγγίζει το 21% με 22%.
Το «κενό» αυτό των σχεδόν 8 μονάδων μεταφράζεται σε πολλά δισεκατομμύρια.
Υπολογίζεται ότι για να κλείσει κατά περίπου 3 μονάδες και να πέσει στις 5 οι επενδύσεις πρέπει να αυξηθούν κατά 6 με 7 δισ. ευρώ.
Και στα επίμονα αγκάθια
Άλλο επίμονο αγκάθι για τη χώρα μας είναι το υψηλό δημόσιο χρέος – αν και η μείωσή του ως ποσοστού του ΑΕΠ είναι εντυπωσιακή τα τελευταία χρόνια συγκριτικά και με το τι έχει συμβεί στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Μεγαλύτερη ανησυχία φαίνεται να προκαλεί στους οίκους ένα άλλο αγκάθι: αυτό του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, που δεν κλείνει όσο και εάν οι τουριστικές εισπράξεις «βουλώνουν» κάποιες τρύπες.
Οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης – που σε περιπτώσεις επενδύσεων, έργων υποδομών κτλ σημαίνει πάγωμα των διαδικασιών επί χρόνια – και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης είναι επίσης δύο «εμπόδια», που επισημαίνουν σταθερά επενδυτικοί οίκοι και οίκοι αξιολόγησης.
Τι θα φέρει ο Σεπτέμβριος
Στην προηγούμενη αξιολόγηση, στις 15 Σεπτεμβρίου του 2023, ο Ντουκ είχε προβεί σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου κατά δύο σκαλοπάτια, σε Ba1 από Ba3.
Ίσως ο Σεπτέμβριος να είναι ο τυχερός μας μήνας όσον αφορά στον Moody’s. Η επόμενη αξιολόγηση έχει οριστεί για την Ελλάδα στις 13 Σεπτεμβρίου και τότε ίσως να δούμε και τον αυστηρό δάσκαλο να δίνει τη βάση στον μαθητή, επιτρέποντάς του να αποχαιρετίσει για τα καλά την κατηγορία «junk».
Στην οικονομία – και τη γεωπολιτική – όπως έχουμε μάθει καλά τα τελευταία χρόνια, πολλά μπορούν να αλλάξουν μέσα σε 6 μήνες. Δεν εξαρτώνται όλα από εμάς. Δύο μεγάλοι πόλεμοι είναι σε εξέλιξη στη γειτονιά μας και επηρεάζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Πέραν αυτών, έχουμε σε εξέλιξη τον μεγάλο «πόλεμο» γερακιών και περιστεριών στην ΕΚΤ για το πότε θα έρθει η πρώτη μείωση των επιτοκίων και πόσες θα είναι οι συνολικές μειώσεις έως τα τέλη του έτους. Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης εμφανίζουν υποτονική ανάπτυξη ή και ύφεση.
Μπορούμε λοιπόν για το ραντεβού του Σεπτεμβρίου να ελπίζουμε, χωρίς όμως να αποκλείουμε μία ακόμη απογοήτευση.