Η Ελλάδα καλείται να πατήσει το γκάζι μέσα στο 2024 για να αυξηθούν οι επενδύσεις, αν θέλει να επιτύχει τον φιλόδοξο στόχο της μείωσης του επενδυτικού κενού που χωρίζει τη χώρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και ισχυρή ανάπτυξη 2,9%.
Το 2023 υπήρξε απόκλιση τόσο στον στόχο αύξησης των επενδύσεων όσο και στο αποτύπωμά τους στην ανάπτυξη: Τρεις ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος από τον επιδιωκόμενο ήταν ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων, ενώ καταγράφηκε πολύ μικρή αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων στη «συνταγή» του ΑΕΠ.
H μεγάλη μείωση των αποθεμάτων σε ποσοστό που έφτασε στο 58%, αλλά και η συγκρατημένη αύξηση των επενδύσεων τουλάχιστον για τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, ήταν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους φρέναρε ο ρυθμός ανάπτυξης στο 2% για το 2023. Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή έδειξαν ότι η τελική ετήσια αύξηση των επενδύσεων για το 2023 ήταν μόλις 4,1%, όταν ο πήχης για ολόκληρη τη χρονιά είχε τεθεί στο 7,1%.
Το «κακό» τέταρτο τρίμηνο με τη μείωση των επενδύσεων κατά 5,7% συγκριτικά με το διάστημα Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2022, μένει να αποδειχτεί αν ήταν για κάποιο λόγο «συγκυριακό». Το 2024 ο πήχης έχει μπει πολύ ψηλά, καθώς επιδιώκεται αύξηση του λεγόμενου «ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου» κατά 15,1%, ποσοστό που πλέον είναι υπερτριπλάσιο του αποτελέσματος που καταγράφηκε μέσα στο 2023.
Για να καταγραφεί τέτοιο ποσοστό, οι επενδύσεις θα πρέπει να ανέλθουν μέσα στο 2024 τουλάχιστον στα 37-38 δισ. ευρώ (από 30 δισ. ευρώ το 2023), ποσό που έχει να καταγραφεί από το μακρινό 2010.
Όσον αφορά τον στόχο μείωσης του λεγόμενου επενδυτικού κενού, το 2023 δεν έγιναν πολύ μεγάλα βήματα.
Επενδυτικό κενό είναι η δια- φορά της αναλογίας επενδύσεων προς ΑΕΠ της Ευρωζώνης από το αντίστοιχο της Ελλάδας. Δεδομένου ότι η αναλογία στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ υπερβαίνει το 21%-22% (ανάλογα με τη χρονιά), το επενδυτικό κενό στο τέλος του 2023 προσδιορίστηκε περίπου στις 7-8 ποσοστιαίες μονάδες.
Στην Ελλάδα, η αναλογία των επενδύσεων βελτιώθηκε, αν και όχι όσο αναμενόταν.
Έφτασε στο 13,88%, ποσοστό που είναι αυξημένο ελάχιστα σε σχέση με την επίδοση του 2022 (13,69%). Για το 2024, όπως περιγράφει και η εισηγητική έκθεση, ο στόχος είναι το επενδυτικό κενό να μειωθεί στις 5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό για να συμβεί θέλει τουλάχιστον 6-7 δισ. ευρώ επιπλέον σε σχέση με πέρυσι.
Είναι ένα αρκετά υψηλό ποσοστό (και ποσό), το οποίο για να επιτευχθεί θα πρέπει και να κυλήσουν όλα ομαλά όσον αφορά την απορρόφηση των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων από ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης και να συνεχιστούν οι επενδύσεις στα ακίνητα και στις λοιπές κατασκευές, καθώς ο κατασκευαστικός τομέας εξακολουθεί να συγκεντρώνει μεγάλο μερίδιο από τις συνολικές επενδύσεις της χώρας.
Πορεία και αξιοσημείωτα
Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ο δείκτης που αποτυπώνει την πορεία των επενδύσεων) έφτασε το 2023 στα 30,581 δισ. ευρώ σε ονομαστικές τιμές, ποσό αυξημένο κατά περισσότερα από 2 δισ. ευρώ συγκριτικά με το 2022.
Ουσιαστικά, η αύξηση ανέρχεται στο 50% συγκριτικά με τη μεγαλύτερη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, όταν και καταγράφηκαν τα ιστορικά χαμηλά. Χειρότερη χρονιά ήταν το 2015, όταν οι επενδύσεις έπεσαν οριακά -πάντοτε σε τρέχουσες τιμές- και κάτω από τα 19 δισ. ευρώ. Δύο είναι τα αξιοσημείωτα:
- Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης υποχωρεί χρόνο με τον χρόνο μετά το 2020 που άρχισε να δια- μορφώνεται μια ανοδική τάση. Το γεγονός ότι το 2023 έκλεισε στο +4,1% αντί για +7,1% που είχε προϋπολογιστεί, εντείνει τον προβληματισμό για το τι πρόκειται να συμβεί φέτος, δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός έχει βάλει πολύ υψηλά τον πήχη των προσδοκιών, ειδικά όσον αφορά την πορεία των επενδύσεων. Υπάρχει το επιχείρημα ότι τα προηγούμενα δύο χρόνια ήταν έτη προ- ετοιμασίας για σειρά προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία τώρα θα αρχίσουν να αποτυπώνονται στον δείκτη των επενδύσεων. Αυτό είναι κάτι που μένει να αποδειχτεί στην πράξη, ενώ κρίσιμος θα είναι και ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος, να τονώσει τις συνολικές επενδύσεις με τις χορηγήσεις «φρέσκου χρήματος».
- Η χώρα απέχει ακόμη πάρα πολύ από το ιστορικό υψηλό των επενδύσεων. Την περίοδο από το 2003 έως και το 2009 οι επενδύσεις ξεπερνούσαν τα 40- 45 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με κορύφωση το 2007 και το 2008 (τις χρυσές χρονιές της κτηματαγοράς) όταν και έφτασαν στα 60,5 και στα 57,6 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Ακόμη και ως ποσοστό του ΑΕΠ να το δει κανείς, η αναλογία ήταν το 2008 στο 26,01%, υποχώρησε ακόμη και στο 10% μέσα στη μνημονιακή περίοδο και με βάση τα στοιχεία του 2023 πλησιάζει πλέον στο 14%.