Την ολοκλήρωση της διάθεσης των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς χαιρετίζει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, κάνοντας λόγο για «επιτυχία χωρίς προηγούμενο».
«Η επιτυχία της διάθεσης του 27% των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς σε ξένους και Έλληνες επενδυτές δεν έχει προηγούμενο. Δεν είναι μόνο ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον που εκφράστηκε ήταν 8 φορές μεγαλύτερο σε σχέση με την προσφορά. Είναι και οι τιμές που προσφέρθηκαν» σημειώνει ο κ. Χατζηδάκης σε δήλωσή του. Είναι ενδεικτικό, όπως αναφέρειι, ότι η τιμή διάθεσης των μετοχών διαμορφώθηκε σε επίπεδα υψηλότερα έναντι της τιμής του κλεισίματος του Χρηματιστηρίου την περασμένη Παρασκευή, πριν από την έναρξη της διαδικασίας. «πράγμα εξαιρετικά σπάνιο παγκοσμίως καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις μαζικής διάθεσης μετοχών οι τιμές διαμορφώνονται σχεδόν πάντοτε με έκπτωση υπέρ των αγοραστών».
«Κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει επίσης την πολύ δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν η Τράπεζα Πειραιώς το 2019. Αυτό υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο το μέγεθος της σημερινής επιτυχίας» προσθέτει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, τονίζοντας πως «από σήμερα το τραπεζικό μας σύστημα αλλάζει σελίδα: Από την εποχή της κρίσης και των ανακεφαλαιοποιήσεων, στην εποχή που υψηλής ποιότητας επενδυτές εκφράζουν όπως φάνηκε τους τελευταίους μήνες το ενδιαφέρον τους για όλες τις συστημικές ελληνικές τράπεζες.
Ο κ. Χατζηδάκης επισημαίνει πως «οι τελευταίες εξελίξεις επιβραβεύουν τη στρατηγική της διοίκησης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που προετοίμασε και οργάνωσε τη διαδικασία με αποτελεσματικότητα, υπογραμμίζουν την ορθότητα των επιλογών της κυβέρνησης, όχι μόνο για τον τρόπο και το χρόνο που προχώρησε η αποεπένδυση του Δημοσίου, αλλά και γενικότερα για το ίδιο το τραπεζικό σύστημα και αποτελούν τελικά μια πολύ σοβαρή εθνική επιτυχία».
«Δουλειά της κυβέρνησης σε αυτή τη νέα εποχή για το τραπεζικό μας σύστημα είναι δύο πράγματα: Να εξασφαλίζει συνθήκες που να επιτρέπουν τη λειτουργία ενός ρωμαλέου τραπεζικού συστήματος. Και να υιοθετεί κάθε πρωτοβουλία που διασφαλίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών όπως γίνεται στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτό θα κάνουμε. Διότι ισχυρές τράπεζες που θα λειτουργούν ανταγωνιστικά προσφέροντας περισσότερα προϊόντα και επιλογές στους πελάτες τους, είναι όφελος για τα νοικοκυριά. Όφελος για τις επιχειρήσεις. Όφελος για την εθνική οικονομία» καταλήγει.