Με τη διαδικασία για τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού, που θα ισχύσει από 1ης Απριλίου, να είναι σε εξέλιξη (ο πρωθυπουργός έχει προαναγγείλει ότι θα είναι πάνω από 800 ευρώ) και ενώ η ακρίβεια πλήττει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, κυβερνητικά στελέχη προβάλλουν την επιδίωξη ουσιαστικής ενίσχυσης των εισοδημάτων των εργαζομένων.
Είναι ενδεικτικό ότι ο υφυπουργός Εργασίας, Βασίλης Σπανάκης, μιλώντας προχθές σε τηλεοπτική εκπομπή τόνισε: «Βασικός κυβερνητικός στόχος είναι να φτάσει ο μέσος μισθός στα 1.500 ευρώ. Σήμερα, ο μέσος μισθός είναι 1.251 ευρώ, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν πολύ πιο κάτω.»
Δηλαδή, πρόκειται για στόχο αύξησης του μέσου μισθού στην Ελλάδα-που είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη- κατά 20% μέσα στα τρία περίπου χρόνια, που απομένουν για τη λήξη της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Προφανώς δεν είναι καθόλου εύκολη περίπτωση.
Η κυβέρνηση μέχρι τώρα χρησιμοποιεί δύο «εργαλεία» για τη βελτίωση της δυσμενούς μισθολογικής κατάστασης των εργαζόμενων: την αναπροσαρμογή του κατώτατου (αφορά 600.000 εργαζόμενους) και τις παραινέσεις προς τους εργοδότες να γίνουν πιο… γαλαντόμοι.
Ο μεγαλεπήβολος στόχος
Είναι φανερό ότι με τα δύο αυτά μέσα, ο μεγαλεπήβολος στόχος του μέσου μισθού 1.500 ευρώ, είναι σχεδόν απίθανο να επιτευχθεί. Κι όμως σε αυτή τη «μάχη», υπάρχει ένα ισχυρό «όπλο» που παραμένει ανενεργό. Πρόκειται για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ιδιαίτερα τις κλαδικές), ο αριθμός των οποίων, από την περίοδο τον μνημονίων και τις καταιγιστικές αλλαγές στην εργατική νομοθεσία, έχει συρρικνωθεί.
Εργατολόγοι συγκλίνουν στην άποψη ότι μόνο με «αναβίωση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, που το 2024 παραμένουν ελάχιστες, μπορεί να δοθεί σημαντική μισθολογική ώθηση. Συνεπώς, αν η κυβέρνηση αληθινά επιθυμεί να επιτευχθεί ο μεγάλος στόχος του μέσου μισθού 1.500 ευρώ και να μην παραπεμφθεί στις καλένδες, πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση.
Η σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων
Χαρακτηριστικά, ο επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ Χρίστος Πιέρρος, γράφει στη μελέτη του με θέμα «Συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας στη μετα-κρίση περίοδο της ελληνικής οικονομίας»:
«Η απορρύθμιση των ΣΣΕ (σ.σ. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας) που συντελέστηκε την προηγούμενη δεκαετία περιόρισε τη συναθροιστική ζήτηση, επιδεινώνοντας το μακροοικονομικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, ενίσχυσε την απορρόφηση εργατικού δυναμικού σε κλάδους που προσφέρουν συγκριτικά περισσότερες θέσεις ημιαπασχόλησης με χαμηλότερους μισθούς. Με άλλα λόγια, ώθησε την οικονομία σε ένα μοντέλο εντάσεως εργασίας και χαμηλής παραγωγικότητας. Την ίδια στιγμή, ενίσχυσε την αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος της εργασίας με μη παραγωγικό τρόπο. Στην παρούσα χρονική στιγμή, η ισχυροποίηση των θεσμών που διέπουν τη λειτουργία της διαπραγματευτικής διαδικασίας εκτιμάται ότι θα ομαλοποιήσει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας με ευεργετικά οφέλη σε όρους οικονομικής δραστηριότητας και παράλληλα θα περιορίσει την αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα και θα προστατέψει τους μισθωτούς από το κύμα ακρίβειας.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η υψηλή κάλυψη των ΣΣΕ εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, πράγμα που αποτελεί στρατηγικό στόχο της ΕΕ. Σε μεσοπρόθεσμο διάστημα η Ελλάδα θα κληθεί να αναπροσαρμόσει τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν την περασμένη δεκαετία, με βάση τον στόχο της επίτευξης βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής μεγέθυνσης, στην οποία η υψηλή κάλυψη των ΣΣΕ έχει δεσπόζουσα θέση.»