© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μια κακή σοδειά μείωσε πέρυσι τις ισπανικές εξαγωγές ελαιόλαδου κατά 35,8% και η τάση αυτή πρόκειται να επαναληφθεί και εφέτος, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Γεωργίας και Αλιείας ,στη Μαδρίτη.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Ισπανικής Ένωσης Βιομηχανίας και Εξαγωγικού Εμπορίου Ελαιολάδου (Asoliva), Ραφαέλ Πίκο, εξηγεί ότι αυτά τα στοιχεία ήταν προβλέψιμα αφού «ό,τι δεν υπάρχει, δεν μπορεί να εξαχθεί», αναφέροντας την πτώση κατά 50% της παραγωγής στην Ισπανία κατά την τελευταία σεζόν 2022-2023.
Πέρυσι μάλιστα, η Ισπανία-η μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου στον κόσμο, εισήγαγε ελαιόλαδο από την Πορτογαλία (80.782 τόνους- 27,7% λιγότερο από το 2022), την Τυνησία (41.991 τόνοι, 38% λιγότερο) και την Τουρκία (20.943 τόνοι, 304% περισσότερο).
Η κλιματική κρίση και η μείωση της παραγωγής λόγω ξηρασίας στην Ισπανία, έχουν εκτινάξει την τιμή στο ελαιόλαδο.
Στη γειτονική Ιταλία, η παραγωγή μπορεί να είναι λίγο αυξημένη σε σύγκριση με το προηγούμενο annus horribilis και αναμένεται να φτάσει περίπου 300.000 τόνους, αλλά είναι το 50% σε σύγκριση με την εθνική εσωτερική κατανάλωση που εκτιμά η ιταλική ομοσπονδία Ismea.
«Και στην Ελλάδα, όπως και στην Ιταλία και την Ισπανία, η χρονιά της ελιάς που θα ακολουθήσει ,δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη», λέει ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ελαιοπαραγωγών «Νηλέας» Μεσσηνίας , Γιώργος Κόκκινος. Πιστεύει πάντως ότι οι τιμές «έχουν πιάσει ταβάνι-από 8,70 ευρώ έως 9 ευρώ -για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο». Αλλωστε, τους τελευταίους 14 μήνες, παρατηρείται αύξηση 212% στην τιμή του ελαιόλαδου στη χώρα μας.
Σε όλες τις μεσογειακές χώρες, όπως η Κροατία επίσης, η τελευταία συγκομιδή ήταν λιγότερο από τη μισή από τη συνηθισμένη και οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να αυξήσουν τις τιμές λόγω του υψηλού κόστους, λέει η υπεύθυνη εξαγωγών της εταιρείας Agrolaguna, Ανα Λαμπιντζάν.
Οι εισαγωγές αυξάνονται, οι εξαγωγές μειώνονται
Η κοινοτική παραγωγή -η οποία μειώθηκε στους 1,4 εκατομμύρια τόνους- προκάλεσε αύξηση των εισαγωγών κατά 44% τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2023 σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Η Τυνησία (με 10.249 τόνους, -31% το 2022/23) παραμένει ο κορυφαίος προμηθευτής της ΕΕ, ακολουθούμενη από την Τουρκία (5.100 τόνοι, +320%), τη Συρία (3.807, +1.029%) και την Αργεντινή (3.693, +274%).
Η αύξηση των τιμών στο ελαιόλαδο, ωστόσο, επιβράδυνε τις εξαγωγές της ΕΕ κατά τους δύο πρώτους μήνες της παραγωγής κατά 35%, με αρνητικά υψηλά για τις πωλήσεις στην Κίνα, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι πωλήσεις μειώθηκαν αντίστοιχα κατά 76%. 52% και 46%, αντίστοιχα.
Λιγότερο ανησυχητική είναι η πτώση που καταγράφεται στις εξαγωγές στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη αγορά ελαιολάδου εκτός ΕΕ, η οποία σημειώνει συρρίκνωση 15% και κατατάσσεται ως η χαμηλότερη μεταξύ των 8 σημαντικότερων αγορών, χάρη στους πιο ηλικιωμένους καταναλωτές που είναι πιστοί στο ελαιόλαδο.
Μείωση της παγκόσμιας παραγωγής
Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να μειωθεί το 2023/24 σε σύγκριση με την προηγούμενη σοδειά (-6,3%). Οι συνολικοί όγκοι είναι πάντως περισσότερο από 20% κάτω από τις ελάχιστες ποσότητες -στόχους, για μια σωστή ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Οι αριθμοί, όπως απεικονίζονται στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αγορά ελαιολάδου, ένα μήνα πριν την 24η Διεθνή Έκθεση Εμπορίου Ελαιόλαδου στη Βερόνα (14-17 Απριλίου), δείχνουν ότι η παραγωγή θα είναι 2,4 εκατομμύρια τόνοι, μειωμένη σε σύγκριση με το 2022/ 23, αλλά κυρίως πολύ κάτω από τον μέσο όρο των 3 εκατομμυρίων τόνων των προηγούμενων ετών (-21%).
Σύμφωνα με την ΕΕ, τα κοινοτικά αποθέματα, εάν η τάση κατανάλωσης παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, θα μπορούσαν να εξαντληθούν το πρώτο δεκάμηνο του 2024, δημιουργώντας κάποιες δυσκολίες τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, πριν από την έναρξη της νέας συγκομιδής.
Οι εξαγωγές της ΕΕ σε τρίτες χώρες αναμένεται να ανέλθουν συνολικά σε 532.000 τόνους τη νέα σεζόν 2023-2024, δηλαδή 11% λιγότερες από την προηγούμενη, και οι εισαγωγές αναμένεται να είναι 160.000 τόνοι, 9% λιγότερες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ