Τα κενά που υπάρχουν στη νομοθεσία όσον αφορά τη φορολογική αντιμετώπιση των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα και digital assets, καθώς και στον τρόπο φορολόγησης των σχετικών εισοδημάτων θα επιχειρήσουν να κλείσουν το ΥΠΕΘΟΟ και η ΑΑΔΕ.
Τα νομοθετικά κενά επιτρέπουν να περνούν αφορολόγητα τεράστια ποσά που διακινούνται και επενδύονται αυτή τη στιγμή από Έλληνες φορολογούμενους στα κρυπτονομίσματα και στα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία (digital assets). Από την άλλη πλευρά, τα κενά αυτά δεν επιτρέπουν σε νόμιμα ενεργούντες πολίτες να επικαλούνται κέρδη από πωλήσεις κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των τεκμηρίων της εφορίας.
Η ΑΑΔΕ ξεκίνησε εδώ και πολλούς μήνες μια προσπάθεια να καταγράψει τα προβλήματα που υπάρχουν στον έλεγχο και στη φορολόγηση των συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα και digital assets και σύντομα, στο πλαίσιο λειτουργίας μιας νέας Ομάδας Εργασίας που θα συσταθεί, αναμένεται να προχωρήσει στη διατύπωση προτάσεων προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου ώστε να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων.
Ειδικότερα, η κατάρτιση νομοθετικού πλαισίου που θα καλύπτει όλα τα κενά της ισχύουσας νομοθεσίας για τη φορολογική αντιμετώπιση και τον έλεγχο των κρυπτονομισμάτων και των λοιπών ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων αποτελεί το αντικείμενο Ομάδας Εργασίας
που αποφάσισε να συστήσει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Η ομάδα είναι δεκαεξαμελής και αποτελείται από στελέχη του υπουργείου και της ΑΑΔΕ. Η σύσταση της ομάδας αυτής προβλέπεται με την απόφαση 31484 ΕΞ 27-2-2024 του υπουργού Οικονομικών η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ.
Τα κενά
Βάσει της καταγραφής που έχει ήδη γίνει από την ΑΑΔΕ, στη φορολογική νομοθεσία υπάρχουν τα ακόλουθα κενά:
- Δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) ότι τα χρηματικά ποσά που δαπανά κάθε φυσικό πρόσωπο για συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία είναι τεκμήριο προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος. Τα ποσά αυτά πρέπει να θεωρούνται από την ισχύουσα νομοθεσία τεκμήρια, όπως γίνεται με τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για την αγορά χρεογράφων γενικά. Βάσει όμως της ερμηνείας των ισχυουσών διατάξεων, «στην έννοια των χρεογράφων συμπεριλαμβάνονται οι ομολογίες, τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, τα ομόλογα τραπεζών, τα προθεσμιακά συμβόλαια, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, οι μετοχές και γενικά προϊόντα που μπορούν να διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια και στις αγορές». Δηλαδή, τόσο το άρθρο 32 του ΚΦΕ όσο και η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος δεν αναφέρουν ρητά τίποτα για τις δαπάνες αγοράς κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων. Το κενό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί για παράνομο πλουτισμό και ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος.
- Δεν έχει σαφώς διατυπωθεί στον ΚΦΕ και στις σχετικές ερμηνευτικές εγκυκλίους ποια ακριβώς είναι η φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος (του κέρδους) που αποκτάται από επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα και σε ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Εμμέσως πλην σαφώς, τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ως προερχόμενα από άυλες κινητές αξίες, από άυλους τίτλους, δηλαδή με συντελεστή φόρου 15%. Όμως αυτό δεν προβλέπεται πουθενά με ρητή διατύπωση στον ΚΦΕ και είναι αναγκαίο να γίνει παρέμβαση με σχετική νομοθετική ρύθμιση.
- Δεν υπάρχει νομοθεσία και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν οδηγίες από την ΑΑΔΕ για τον εντοπισμό και τον φορολογικό έλεγχο όσων δραστηριοποιούνται συστηματικά σε συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Ως εκ τούτου είναι αδύνατο να εντοπιστούν και να προσδιοριστούν από τις ελληνικές φορολογικές αρχές τα οικονομικά ωφελήματα των φορολογουμένων από τις δραστηριότητες αυτές. Ουσιαστικά, οι ελληνικές φορολογικές αρχές δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να εντοπίσουν τέτοιες συναλλαγές, να ελέγξουν και να προσδιορίσουν το ύψος των κερδών που αποκομίζουν οι εμπλεκόμενοι.
Όσοι εξάλλου από τους εμπλεκόμενους θέλουν να είναι σωστοί και ειλικρινείς και να δηλώσουν στις φορολογικές τους δηλώσεις τα ποσά που επένδυσαν στα ψηφιακά αυτά προϊόντα καθώς και τα κέρδη που αποκόμισαν, προκειμένου όχι μόνο να φορολογηθούν γι’ αυτά αλλά και να τα αξιοποιήσουν μελλοντικά για να καλύψουν τεκμήρια αγοράς περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, όπως π.χ. ακίνητα, Ι.Χ. αυτοκίνητα κ.λπ., διαπιστώνουν τελικά ότι δεν έχουν καμία δυνατότητα. Κι αυτό διότι έρχονται αντιμέτωποι με το γεγονός ότι δεν έχουν καθοριστεί σαφώς, με νομοθετικές παρεμβάσεις από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ο ακριβής τρόπος προσδιορισμού και φορολογικής αντιμετώπισης των εισοδημάτων από τα προϊόντα αυτά, καθώς και τα δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν ότι αποκτήθηκαν τα σχετικά ποσά, όπως γίνεται με όλες τις άλλες κατηγορίες εσόδων, εισοδημάτων και δαπανών.
Ζεύγος βρέθηκε εκτεθειμένο
Πριν από 1 περίπου χρόνο, ζεύγος φορολογουμένων εκλήθη να πληρώσει τεράστια ποσά φόρου εισοδήματος ύψους δεκάδων χιλιάδων ευρώ, επειδή η αρμόδια ΔΟΥ δεν αναγνώρισε την κάλυψη τεκμηρίου αγοράς ακινήτου με το κέρδος από την αγοραπωλησία κρυπτονομισμάτων, συνολικού ύψους 182.500 ευρώ, το οποίο επικαλέστηκε το ζεύγος στη φορολογική του δήλωση. Η ΔΟΥ έκρινε, ειδικότερα, ότι το εμφανιζόμενο ως εισόδημα από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων (κέρδος από αγοραπωλησία κρυπτονομισμάτων) δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 42 και 42Α ΚΦΕ και για τον λόγο αυτό ολοκλήρωσε την εκκαθάριση της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, χωρίς να ληφθεί υπόψη το ως άνω εισόδημα συνολικού ποσού 182.500 ευρώ.
Δηλαδή, η ΔΟΥ δεν δέχθηκε ότι το ποσό αυτό μπορεί να καλύψει τη δαπάνη αγοράς ακινήτου που δηλώθηκε στους κωδικούς 735 και 736, υποστηρίζον τας αφενός ότι το εισόδημα από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων στο εξωτερικό δεν εμπίπτει στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 42 και 42Α ΚΦΕ, με τις οποίες προβλέπονται και απαριθμούνται περιοριστικά οι τίτλοι από τη μεταβίβαση των οποίων προκύπτει υπεραξία που θεωρείται εισόδημα και αφετέρου ότι δεν προσκομίστηκαν επαρκή στοιχεία με τα οποία να προσδιορίζεται με ειδικό και σαφή τρόπο η υπεραξία που προέκυψε από τη μεταβίβαση των εν λόγω κρυπτονομισμάτων.
Οι φορολογούμενοι προσέφυγαν στη ΔΕΔ η οποία όμως δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς τους και απέρριψε την προσφυγή τους, υιοθετώντας πλήρως το σκεπτικό της αρμόδιας ΔΟΥ, που βασίστηκε ουσιαστικά στο γεγονός ότι στον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.4172/2013) δεν υπάρχει ρητή αναφορά στον τρόπο προσδιορισμού και δικαιολόγησης των εισοδημάτων από συναλλαγές με κρυπτονομίσματα ούτε στο πώς
τα εισοδήματα αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη για την κάλυψη τεκμηρίων.
Υπόθεση ανταλλακτηρίου
Πριν από μερικούς μήνες, εξάλλου, επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων βρέθηκε αντιμέτωπη με μια απρόσμενη χρέωση ΦΠΑ ύψους άνω των 12.000 ευρώ, καθώς και με πρόσθετες χρεώσεις προστίμων και προσαυξήσεων που της επιβλήθηκαν από την αρμόδια φορολογική αρχή, καθώς σε φορολογικό έλεγχο που διενεργήθηκε σ’ αυτήν, δεν αναγνωρίστηκαν ως νόμιμα μέσα συναλλαγής τα κρυπτονομίσματα με τα οποία η εν λόγω επιχείρηση πραγματοποίησε συναλλαγές ανταλλαγών.
Συγκεκριμένα, οι προμήθειες συνολικού ύψους 52.728,68 ευρώ που εισέπραξε η επιχείρηση από τις συναλλαγές αυτές δεν θεωρήθηκαν από την αρμόδια φορολογική αρχή ως υπηρεσίες παροχής ανταλλαγής νομισμάτων απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 22 του σχετικού Κώδικα (ν. 2859/2000).
Η επιχείρηση υπέβαλε ενδικοφανή προσφυγή στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ, ζητώντας να απαλλαγεί από τη χρέωση αυτή και τις αναλογούσες προσαυξήσεις, καθώς, όπως υποστήριξε, οι συγκεκριμένες συναλλαγές ήταν υπηρεσίες ανταλλακτηρίου που αφορούσαν κρυπτονομίσματα, τα οποία σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με αριθ. CE 264/ 14 «είναι και συγκαταλέγονται στα νομίσματα… και ρητά απαλλάσσονται του ΦΠΑ».
Ωστόσο, η προσφυγή του ανταλλακτηρίου απορρίφθηκε από τη ΔΕΔ ως αβάσιμος. Η ΔΕΔ δέχθηκε ότι το bitcoin θεωρείται ψηφιακή μονάδα αξίας η οποία μπορεί να ανταλλάσσεται ηλεκτρονικά και όχι νόμισμα, δηλαδή δεν είναι αποδεκτό μέσο συναλλαγής και άρα δεν είναι συνάλλαγμα. Συνεπώς, απεφάνθη ότι οι επίμαχες συναλλαγές δεν εμπίπτουν στο απαλλακτικό καθεστώς συναλλαγών του άρθρου 22 του Ν.2859/2000 (Κώδικας ΦΠΑ).