Σε τρεις πυλώνες εστιάζει τους ελέγχους του στις τράπεζες για το 2024 ο SSM. Μαζί με τον επιτοκιακό κίνδυνο ο επόπτης των συστημικών τραπεζών έχει εκπονήσει άλλους δύο ελέγχους: Εκείνον της ψηφιακής ασφάλειας (Cyber Security) και εκείνον της πορείας των αναδιαρθρωμένων δανείων που έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία για τις ελληνικές τράπεζες.
O επιτοκιακός κίνδυνος αποτελεί αποτελεί τον πρώτο και κυρίαρχο έλεγχο που διεξάγει ο SSM στις ευρωπαϊκές τράπεζες και ο οποίος ενδέχεται να αλλάξει τα δεδομένα των ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων όπως και τους σχεδιασμούς τους για επιστροφές κερδών προς τους μετόχους τους.
Ο συγκεκριμένος αυτός έλεγχος έχει ξεκινήσει στα περισσότερα πιστωτικά συστήματα της χώρας, την ίδια στιγμή που οι Financial Times σε χθεσινό τους δημοσίευμα επισημαίνουν πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρόκειται να επιστρέψουν περισσότερα από 120 δισ. ευρώ στους μετόχους τους, στο πλάισιο των αποτελεσμάτων που παρουσίασαν το 2023.
Επιτοκιακός κίνδυνος
Στις ελληνικές τράπεζες έχει ήδη ξεκινήσει ο έλεγχος του επιτοκιακού κινδύνου, έλεγχος ο οποίος θα καταγράψει πόσο θα επηρεαστούν τα κέρδη των πιστωτικών ιδρυμάτων, στο πλαίσιο της επικείμενης μείωσης των εσόδων από τόκους. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής, τα κέρδη των τραπεζών (των συστημικών) αναμένεται να επηρεαστούν κατά 600 εκατ. ευρώ την προσεχή διετία, και οι ελληνικές τράπεζες αναζητούν πηγές αναπλήρωσης των συγκεκριμένων προσόδων. Ωστόσο θεωρούν πως μέσα από την πιστωτική επέκταση που θα επιφέρει η πτώση των επιτοκίων, μέσω της ανάπτυξης των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό αλλά και μέσω αύξησης προμηθειών σε τομείς όπως οι κάρτες και το real estate, θα μπορέσουν να διατηρήσουν εξαιρετικά υψηλά επίπεδα κερδοφορίας.
Ωστόσο ο SSM δείχνει να θέλει να βάλει φρένο στα μαξιμαλιστικά σχέδια ευρωπαϊκών τραπεζών που ανακοινώνουν ακόμη και ότι θα διανείμουν για τη χρήση 2023 το σύνολο της κερδοφορίας τους στους μετόχους.
Οι διοικήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών, όπως αναφέρουν οι FT, βρίσκονται υπό πίεση να ενισχύσουν τις αποτιμήσεις τους και να κερδίσουν τους επενδυτές, οι οποίοι έχουν τρομάξει από την τάση των περασμένων ετών για μη διανομή μερισμάτων και για την ενίσχυση της φορολογίας.
Οι μεγαλύτερες εισηγμένες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν δεσμευτεί για αποδόσεις 74 δισ. ευρώ σε μερίσματα και 47 δισ. ευρώ σε επαναγορές μετοχών. Τα παραπάνω συνιστούν μια αύξηση 54% σε σχέση με τις αποδόσεις κεφαλαίου του προηγούμενου έτους και πολύ υψηλότερη από το 2007, σύμφωνα με στοιχεία που κατέγραψε η UBS.
Σε ότι αφορά τη χώρα μας, αξίζει να σημειωθεί πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν μιλήσει για μερίσματα που αφορούν τη χρήση 2023 τα οποία θα κινηθούν μεταξύ 10% και 25% αν και οι προοπτικές που έχουν καταθέσει είναι για αρκετά υψηλότερες μερισματικές αποδόσεις τα επόμενα χρόνια.
Οπως πάντως σημειώνουν οι FT, οι επαναγορές μετοχών αποτέλεσαν το μεγαλύτερο κεφάλαιο ανάπτυξης τα τελευταία τρία χρόνια για τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη ενώ διατέθηκαν μόλις μερικά δισεκατομμύρια ευρώ επαναγορές ετησίως στις 50 μεγαλύτερες τράπεζες για τα έτη έως το 2020.
Πλέον όμως οι ευρωπαϊκές τράπεζες επωφελούνται από τα ανατροφοδοτούμενα κέρδη τους λόγω των ραγδαίων αυξήσεων των επιτοκίων και έτσι είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν μετοχές τραπεζών σε πιεσμένεςσχετιά τιμές.
Ωστόσο και οι επενδυτές υποδέχονται πλέον με προσοχή τις αποδόσεις κεφαλαίων. «Οι τράπεζες χρειάζονται υψηλή απόδοση και βιώσιμη απόδοση», δήλωσε ο Antonio Roman, διαχειριστής χαρτοφυλακίου του Axiom European Banks Equity fund. «Έχουμε τις υψηλές αποδόσεις, αλλά υπάρχει ένα ερωτηματικό για τη βιωσιμότητα» σύμφωνα με το δημοσίευμα των FT.
O SSM από την πλευρά του διατηρεί μια πιο εποπτική προσέγγιση για το συγκεκριμένο θέμα. Εάν η βιωσιμότητα της κερδοφορίας δεν είναι διασφαλισμένη, τότε δεν διασφαλίζονται και οι κίνδυνοι στις τράπεζες με ποιοτικά κεφάλαια που δεν θα προκύψουν από νέες αυξήσεις αλλά από την κερδοφορία τους.
Οι διοικήσεις των τραπεζών πάλι έχουν μια διαφορετική άποψη που λέει πως η διανομή μερισμάτων μπορεί να αποτελέσει σοβαρό κίνητρο για μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, οι έλεγχοι είναι ακόμη πιο στοχευμένοι, αφού τα κεφάλαια των τραπεζών σε σημαντικό βαθμό εμπεριέχουν αναβαλλόμενη φορολογία. Ενδεικτικά αναφέρεται πως στη Eurobank ο αναβαλλόμενος φόρος εκφράζει το 47% των κεφαλαίων της τράπεζας, το 58% σε Alpha και Εθνική και το 76% στην τράπεζα Πειραιώς.
Επομένως και παρά το γεγονός πως ο επόπτης δεν μπορεί να μην επιτρέψει τη διανομή μερίσματος στις ελληνικές τράπεζες μετά από τόση κερδοφορία, εν τούτοις ζητάει συντηρητικότερες πολιτικές.
Κίνδυνοι κυβερνοεπιθέσεων
Οι κυβερνοεπιθέσεις γίνονται όλο και συχνότερες και κοστίζουν περισσότερο στις εταιρείες. Καθώς ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών γίνεται πιο ψηφιοποιημένος και ο όγκος των ηλεκτρονικών συναλλαγών αυξάνεται, ο κλάδος είναι ακόμη πιο επιρρεπής σε κινδύνους που βασίζονται στον κυβερνοχώρο. Οι κίνδυνοι αυτοί μπορούν να κοστίσουν σημαντικά στις τράπεζες τόσο στη δημιουργία προβλέψεων για αποζημιώσεις, όσο και στον προβληματισμό έναντι της φήμης τους.
Ως τέτοιους κινδύνους ο SSM προσμετρά μεταξύ άλλων απειλές στην ασφάλεια του cloud, την ύπαρξη κακόβουλου λογισμικού, επιθέσεις τεχνητής νοημοσύνης, απειλές στα εσωτερικά συστήματα των τραπεζών, επιθέσεις phishing, χακαρίσματα παλαιού τύπου, το cryptojacking, κυβερνοεπιθέσεις που υλοποιούνται μέσω της εφοδιαστικής αλυσίδας λογισμικού, γενικότερα κενά ασφαλείας.
Μια καλά μελετημένη στρατηγική ασφάλειας στον κυβερνοχώρο μπορεί να βοηθήσει ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να προστατεύσει αποτελεσματικά τους πελάτες του από σχετικές απειλές, όπως επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, κλοπή δεδομένων, κακόβουλο λογισμικό, hacking και πολλά άλλα.
Ωστόσο οι hackers συχνά αποδεικνύονται ισχυρότεροι και έτσι οι τράπεζες πρέπει να έχουν κάνει την αντίστοιχη πρόβλεψη και στους ισολογισμούς τους. Oι προβλέψεις ωστόσο απομειώνουν τις κεφαλαιακές θέσεις των τραπεζών.
Κίνδυνος Αναδιαρθρωμένων δανείων
Ο τελευταίος αλλά όχι λιγότερο σημαντικός έλεγχος που θα υποστούν οι τράπεζες είναι για τον κίνδυνο που προάγουν τα αναδιαρθρωμένα δάνεια. Ο κίνδυνος αυτός είναι εξόχως σημαντικός για τις ελληνικές τράπεζες για τρεις λόγους: Τα αναδιαρθρωμένα δάνεια είναι πολλά και μέχρι να λήξει μια τριετία σωστής εξυπηρέτησής τους ο κίνδυνος να ξαναγίνουν NPEs είναι μεγάλος. Συγχρόνως η πορεία των αναδιαθρωμένων δανείων δίνει μια σημαντική στατιστική στον SSM σχετικά με την πραγματικά ανάπτυξη.
Το σημαντικότερο ωστόσο θέμα που ο SSM θα ελέγξει με προσήλωση είναι αν θα μπορεί να δώσει σε έναν δεύτερο χρόνο την άδεια στις τράπεζες να αγοράσουν πίσω δάνεια που έχουν εξυγιανθεί αυξάνοντας έτσι το απόθεμα των υγιών δανείων τους.
Οι παραπάνω τρεις κίνδυνοι μπορεί να μεταβάλουν σε σημαντικό βαθμό τον χάρτη των προβλέψεων που θα αναγκαστούν να λάβουν οι τράπεζες την προσεχή τριετία αναλόγως ασφαλώς και της πορείας της οικονομίας των χωρών στις οποίες αυτές δραστηριοποιούνται.