Πρόβλημα προς επίλυση για το οικονομικό επιτελείο η μεγάλη έλλειψη καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, κάτι που επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα, τις εισπράξεις από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και τη στρατηγική του «brain regain».
Αν αφαιρεθούν οι κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, τότε καθαρό μισθό άνω των 1.000 ευρώ τον μήνα καταλήγουν να λαμβάνουν στην Ελλάδα μόλις οι τρεις στους 10 εργαζομένους. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης εξίσωσης, που περιλαμβάνει τον υψηλό συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για εργοδότη και εργαζόμενο, την παρακράτηση από την εφορία, αλλά και την έλλειψη ικανού αριθμού μεγάλων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, οι οποίες, όπως προκύπτει από τις στατιστικές, προσφέρουν υψηλότερους μισθούς συγκριτικά με τις ατομικές ή προσωπικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στα προβλήματα -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- εντάσσεται και ο παράγοντας των περιορισμένων άμεσων ξένων επενδύσεων σε τομείς που «παράγουν» καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αυξάνονται, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος τους αφορά τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών (π.χ. στον τουρισμό), την αγορά ακινήτων ή και τον χρηματοοικονομικό τομέα, με αποτέλεσμα να είναι πολύ περιορισμένοι οι πόροι που διοχετεύονται στον δευτερογενή τομέα και ειδικά στη μεταποίηση.
Στοιχεία από το «Εργάνη»
Τι δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία του συστήματος «Εργάνη»; Αν αφαιρεθούν οι κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές προκύπτει ότι:
- Μισθό από 1.200 έως 1.500 ευρώ μικτά εισπράττουν 257.574 άτομα ή το 11,2% του συνόλου. Χωρίς τις κρατήσεις, ο μισθός διαμορφώνεται στα 953 έως 1.148 ευρώ, άρα ακόμη και από τον πληθυσμό των εργαζομένων που προαναφέρθηκε δεν έχουν όλοι τετραψήφιο καθαρό μισθό.
- Στην κλίμακα από τα 1.500 έως τα 2.000 ευρώ μικτά (δηλαδή 1.149 έως 1.457 ευρώ καθαρά) ο αριθμός περιορίζεται στα 208.623 φυσικά πρόσωπα, που σημαίνει αναλογία 9,1%.
- Σε όλα τα υπόλοιπα κλιμάκια, ο αριθμός των εργαζομένων πέφτει κάτω από τους 100.000. Έτσι, έχουμε 92.565 άτομα να αμείβονται από 2.000 έως 2.500 ευρώ μικτά ή 1.458 έως 1.758 ευρώ καθαρά και άλλα 48.401 άτομα να εισπράττουν από 1.759 έως 2.025 ευρώ καθαρά. Το φράγμα των 2.000 ευρώ καθαρά προς τα πάνω σπάνε στην Ελλάδα μόλις 83.488 εργαζόμενοι, οι οποίοι αντιστοιχούν στο 3,6% του συνόλου (οι μικτές αμοιβές τους ανέρχονται στα 3.000 ευρώ και πάνω).
Την περίοδο από το 2020 μέχρι σήμερα έγιναν βήματα στην κατεύθυνση της αύξησης του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, με τη μείωση του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, αλλά και τη θέσπιση του χαμηλού συντελεστή (9%) στη φορολογική κλίμακα από τις αρχές της δεκαετίας.
Ταυτόχρονα, έγιναν οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό που συνέβαλαν στην αύξηση του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα από τα… κάτω στρώματα της μισθολογικής πυραμίδας. Το ίδιο αναμένεται να γίνει και φέτος. Στις 22 Μαρτίου συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο για να εγκρίνει τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, πιθανότατα στα 820-830 ευρώ, ενώ μέσα στο έτος χιλιάδες εργαζόμενοι θα δουν αυξήσεις στις αποδοχές τους και λόγω συμπλήρωσης 3ετίας.
Ωστόσο, το ζητούμενο τώρα είναι να αυξηθεί ο αριθμός των καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Ο μέσος μισθός θα συνεχίσει να αυξάνεται το επόμενο χρονικό διάστημα, λόγω της «πίεσης» από τα κάτω μισθολογικά κλιμάκια. Ενώ όμως αυτή η διαδικασία ανεβάζει τον μέσο όρο, δεν συμβάλλει στο να αυξηθούν με τον απαιτούμενο ρυθμό οι καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας. Αυτή τη στιγμή ο μέσος μικτός μισθός διαμορφώνεται περίπου στα 1.270 ευρώ.
Δύο διαδικασίες
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η επίτευξη του στόχου να αυξηθούν οι μισθοί συνδέεται με δύο διαδικασίες:
- Την απόφαση των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε αυξήσεις πέραν αυτών που θα οριστούν διοικητικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού. Το θέμα επανέφερε μάλιστα ο πρωθυπουργός, ο οποίος στην ομιλία του στο Ελληνο-Αμερικανικό Επιμελητήριο κάλεσε για μια ακόμη φορά τους εργοδότες να προχωρήσουν σε αυξήσεις μισθών. «Έχετε μια υποχρέωση, όλοι όσοι είστε εργοδότες, να αμείβετε καλύτερα τους εργαζόμενους. Αναγκάζεστε να το κάνετε ούτως ή άλλως, γιατί η αγορά εργασίας γίνεται πιο ανταγωνιστική και αυτή η βελτίωση των πραγματικών εισοδημάτων και των πραγματικών μισθών, είτε μιλάμε για τον κατώτατο μισθό είτε μιλάμε για τον μέσο μισθό, είναι αυτή που τελικά θα δώσει την καλύτερη μόνιμη απάντηση στο φαινόμενο του πληθωρισμού» υποστήριξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το 2024 ξεκίνησε με αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις να προχωρούν σε αυξήσεις μισθών και μένει να αποτυπωθεί αυτή η απόφαση και στη μισθολογική πυραμίδα.
- Την προώθηση μεγάλων επενδύσεων, καθώς μέσω αυτών δημιουργούνται καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας. Το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός εργαζομένων απασχολείται σήμερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις λειτουργεί ανασταλτικά, καθώς, με βάση τα επίσημα στοιχεία, οι εργοδότες που απασχολούν λιγότερα από 10 άτομα προσωπικό προσφέρουν πολύ χαμηλότερους μισθούς όχι μόνο από τους μεγαλύτερους εργοδότες αλλά και από τον μέσο όρο της αγοράς. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία -αν και αφορούν τις αρχές της περσινής χρονιάς- αποτυπώνουν το τεράστιο μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στις μικρές και στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι εργοδότες που έχουν πάνω από 10 εργαζόμενους προσφέρουν 1.433 ευρώ μέσο μισθό στον άνδρα, 1.231 ευρώ στη γυναίκα και μέσο όρο 1.343 ευρώ. Στις επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 εργαζόμενους (στις οποίες όμως απασχολούνται πάνω από 600.000 εργαζόμενοι), άνδρες πλήρους απασχόλησης έχουν μέσο μικτό μισθό 925 ευρώ, ενώ οι γυναίκες λαμβάνουν 865 ευρώ. Έτσι, ο μέσος όρος διαμορφώνεται στα 900 ευρώ. Δηλαδή, το μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στις μικρές και στις μεγάλες επιχειρήσεις φτάνει στο 50%.