Τη δημιουργία ενός κρατικού Φορέα Διαχείρισης Προγράμματος Αποκατάστασης Διατηρητέων Κτιρίων, προτείνει το νέο κείμενο πολιτικής της διαΝΕΟσις για την αντιμετώπιση ενός πολύπλοκου προβλήματος που επηρεάζει τη ζωή ολόκληρων γειτονιών και πόλεων.
Επίσημα στοιχεία σχετικά με τον συνολικό αριθμό και την κατάσταση των διατηρητέων που είναι εγκαταλελειμμένα, δεν υπάρχουν. Μια ανεπίσημη καταγραφή και αυτοψία το 2014 μόνο στην περιοχή γύρω από την πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα εντόπισε 267 κτίρια. Από αυτά της συγκεκριμένης μικρής περιοχής, περισσότερο από το ένα τρίτο, τα 92, ήταν εγκαταλελειμμένα και το συνολικό εμβαδόν τους ήταν περίπου 150.000 τ.μ.
Ωστόσο, εγκαταλελειμμένα διατηρητέα κτίρια, εκτός από την Αθήνα, συναντάμε και σε πολλές άλλες ελληνικές πόλεις. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι ιδιοκτήτες τους αδυνατούν να καλύψουν τη δαπάνη της αποκατάστασής τους η οποία επιβαρύνεται με το επιπλέον κόστος της διατήρησης του χαρακτήρα τους. Τέτοια κτίρια πέρα από το εμφανές, το αισθητικό πρόβλημα, πιθανόν να είναι επικίνδυνα για την ασφάλεια των πολιτών.
Η πρόταση της διαΝΕΟσις για την αξιοποίηση των διατηρητέων κτιρίων, το «μοντέλο» όπως αναφέρεται στο κείμενο πολιτικής, διατηρεί και αξιοποιεί τη φιλοσοφία του Προεδρικού Διατάγματος του 1988 (αρ. 15/28.4.1988) με το οποίο θεσμοθετούνται θέματα που κρίθηκαν με την απόφαση της 1099/1987 της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Την εξειδικεύει όμως με έναν τρόπο εφαρμογής που μπορεί να είναι λειτουργικός και αποτελεσματικός, ακολουθώντας τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και διεθνών οργανισμών, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, της Europa Nostra της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Το κείμενο πολιτικής υπογράφει ο Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νίκος Τριανταφυλλόπουλος και μεταξύ άλλων αναφέρει σχετικά με τον προτεινόμενο φορέα τα παρακάτω:
Θα έχει την ευθύνη του σχεδιασμού και της υλοποίησης εθνικής στρατηγικής για την αποκατάσταση των διατηρητέων. Υπό την εποπτεία του θα έχει ένα Ταμείο Παροχής Οικονομικών Ενισχύσεων και μια Τεχνική Υπηρεσία που θα υποστηρίζει διοικητικά και τεχνικά την υλοποίηση των έργων, θα εκδίδει εγκαίρως τις κατάλληλες άδειες και επίσης, θα παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στους δικαιούχους των έργων και των οικονομικών ενισχύσεων, δηλαδή στους ιδιοκτήτες των κτιρίων.
Το Ταμείο, η διαχείριση του οποίου προτείνεται να ανατεθεί σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, θα παρέχει οικονομικές ενισχύσεις σύμφωνα με τη στρατηγική του Φορέα, ο οποίος θα παρακολουθεί και θα ελέγχει την εφαρμογή της από το Ταμείο. Ο διαχειριστής του Ταμείου θα προσδιορίζει το «εύλογο όριο» (η διαφορά στο κόστος αποκατάστασης σε σχέση με ένα μη διατηρητέο) με τη χρήση σύγχρονων χρηματοοικονομικών τεχνικών, και επομένως το ύψος της ενίσχυσης που θα πρέπει να δοθεί. Το Ταμείο θα διαχειρίζεται δύο λογαριασμούς: από τον πρώτο θα παρέχει χαμηλότοκα δάνεια (λογαριασμός Α), και από τον δεύτερο μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις (λογαριασμός Β) όταν το κόστος ξεπερνά το «εύλογο όριο» που θα έχει οριστεί κατά περίπτωση για το κάθε έργο.
Οι πόροι για τα δάνεια και τις επιχορηγήσεις, καθώς αφορούν διατηρητέα κτίρια, μπορούν να προέρχονται από το ΕΣΠΑ ή ενδεχομένως και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Εφόσον το Ταμείο θα παρέχει κυρίως δάνεια, και επιχορηγήσεις μόνο όταν απαιτείται, το συνολικό κόστος του προγράμματος θα είναι σχετικά χαμηλό.
Η ίδρυση και η λειτουργία ενός Ταμείου, όπως το περιγράφει η πρόταση αλλά και σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, εξασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό την ανακύκλωση των πόρων: το ποσό του δανείου που αποπληρώνεται σταδιακά, θα επιστρέφει στο Ταμείο, το οποίο θα μπορεί να διαθέσει αυτούς τους πόρους για νέες επενδύσεις στην αποκατάσταση διατηρητέων κτιρίων. Το μοντέλο αυτό προβλέπει επιπλέον τη συνεισφορά, είτε μέσω δανεισμού είτε με ίδια κεφάλαια, ιδιωτικών πόρων στη διαδικασία της αξιοποίησης των διατηρητέων.
Προτείνει δηλαδή ένα είδος ΣΔΙΤ (Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα). Έτσι, θα είναι δυνατή η υλοποίηση πολύ περισσότερων έργων αποκατάστασης και επανάχρησης διατηρητέων κτιρίων, σε σχέση με την περίπτωση εφαρμογής πολιτικής παροχής επιχορηγήσεων για την κάλυψη του συνολικού κόστους του έργου.
Η παροχή κρατικών ενισχύσεων για την πολιτιστική κληρονομιά επιτρέπεται από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, υπό όρους. Με τον προτεινόμενο τρόπο παροχής οικονομικών ενισχύσεων προς ιδιώτες, αποφεύγεται ο σκόπελος της τυχόν παροχής μη επιτρεπόμενων κρατικών ενισχύσεων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση εφαρμογής προγράμματος επιχορήγησης του συνολικού κόστους του έργου αποκατάστασης.
Πως προσδιορίζεται το «εύλογο όριο»
Το ΠΔ ορίζει ότι η δαπάνη που έχει υποχρέωση να αναλάβει το κράτος, προσδιορίζεται ως εκείνο το ποσό που προκύπτει από τα κεφαλαιοποιημένα έσοδα που μπορούν να προκύψουν από τη χρήση του ακινήτου, αφού αφαιρεθούν από αυτά τα έξοδα αποκατάστασής του, τα οποία υπερβαίνουν το κόστος αποκατάστασης ενός κοινού κτηρίου, με τα ίδια μεγέθη με το διατηρητέο κτίριο.
Για παράδειγμα, εντελώς σχηματικά, εάν το κόστος αποκατάστασης ενός κοινής κατασκευής κτιρίου με το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του διατηρητέου θα ήταν 100.000 ευρώ, ενώ το κόστος για την αποκατάσταση του διατηρητέου υπολογίζεται σε 150.000 ευρώ, το κράτος θα πρέπει να αναλάβει την επιπλέον δαπάνη των 50.000 ευρώ.
Συνδέοντας τα έσοδα από την αξιοποίηση του κτιρίου με την παροχή οικονομικής βοήθειας, το ΠΔ – ορθώς – επιβάλει την επανάχρηση του κτιρίου, θεωρώντας ότι μετά την αποκατάστασή του, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και να παράξει έσοδα 150.000 ευρώ. Αλλά εάν αυτό δεν είναι δυνατό, το κράτος, σύμφωνα με το ΠΔ, καταβάλει το χρηματοδοτικό κενό των 50.000 ευρώ.
Στην περίπτωση δε που τα κτίρια που επιβάλλεται να αποκατασταθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν, λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ή ιστορικής τους αξίας, δεν μπορούν να παράγουν έσοδα, θα είναι εφικτό να δοθεί ως επιχορήγηση το σύνολο του κόστους αποκατάστασης – εφόσον το προβλέπει η στρατηγική του Φορέα και εφόσον τεκμηριώνεται επαρκώς ότι πράγματι υπάρχει αδυναμία παραγωγής εσόδων από τη χρήση του ακινήτου.
Το ίδιο θα ήταν πιθανό να ισχύει και για τα δημόσια κτίρια. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν ένα διατηρητέο κτίριο ή ομάδα κτιρίων βρίσκεται σε υποβαθμισμένη περιοχή, τότε το έργο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ως μέρος προγράμματος αστικής ανάπλασης, με την οποία θα βελτιωθεί η ζήτηση για χρήση των κτιρίων στην περιοχή.
Σημειώνεται ότι το Σύνταγμα, στο άρθρο 24, ορίζει ότι η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Οι δύο σχετικοί νόμοι που αφορούν διατηρητέα και μνημεία (ν. 1337/1983 και 3028/2002 αντίστοιχα) ορίζουν τους ιδιοκτήτες των κτιρίων ως υπεύθυνους για τη συντήρησή τους. Όταν τα κτίρια αυτά ανήκουν στο κράτος η απάντηση στο ζήτημα της αποκατάστασής τους ίσως είναι απλή, αν και στην πράξη, αυτό δεν αποκαθιστά παρά μόνο λίγα από αυτά. Όταν όμως οι ιδιοκτήτες των κτιρίων είναι ιδιώτες η κατάσταση περιπλέκεται. Αφενός οι ιδιοκτήτες οφείλουν να συμμορφωθούν με όλους τους κανονισμούς, και αφετέρου πρέπει να καλύψουν οι ίδιοι το κόστος αποκατάστασης και συντήρησής τους, που συνήθως είναι υψηλό, χωρίς να μπορούν να προσδοκούν σε εξασφαλισμένη βοήθεια από το κράτος.