Σημαντική μείωση στην αγοραστική τους δύναμη, σε ποσοστό που προσεγγίζει το διψήφιο, καταγράφει έρευνα για τα εισοδήματα 1.000 έως 1.800 ευρώ σε εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, λόγω ακρίβειας.
Τα στοιχεία που επεξεργάζεται η ΓΣΕΕ και αναμένεται να παρουσιαστούν στην ενδιάμεση έκθεση για την οικονομία έως το τέλος της τρέχουσας εβδομάδας, δείχνουν ότι σε αυτήν ακριβώς τη μισθολογική κατηγορία βρίσκεται η συντριπτική πλειονότητα των απασχολούμενων στην αγορά εργασίας.
Μια κατηγορία που φαίνεται ότι έχει απορροφήσει ελάχιστα έως καθόλου τις όποιες αυξήσεις δόθηκαν το προηγούμενο διάστημα, μιας και είναι πολύ μικρό το ποσοστό κάλυψης (27%) των εργαζομένων από Κλαδικές Συμβάσεις Εργασίας.
Έτσι, διαπιστώνεται μείωση της κατανάλωσης από τους εργαζόμενους της συγκεκριμένης κατηγορίας σε τομείς όπως είναι τα βασικά τρόφιμα ή τα καύσιμα, αλλά ταυτόχρονα προκύπτει αύξηση της δαπάνης τους!
Έτσι, καταγράφεται σαφής υποχώρηση στο επίπεδο διαβίωσης γι’ αυτούς ακριβώς τους εργαζόμενους, που μπορεί να υπερβαίνουν το 1,5 εκατ., αφού αποτελούν την κύρια «μισθολογική δεξαμενή».
Με προϋπηρεσία
Επισημαίνεται ότι πρόκειται για εργαζόμενους που είναι αρκετά χρόνια στην αγορά εργασίας, άρα σε ένα σημαντικό ποσοστό έχουν δημιουργήσει οικογένεια, γεγονός που προκαλεί ακόμα πιο δυσμενείς επιπτώσεις εξαιτίας της μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης.
Πρόκειται για μια παράμετρο που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε σχέση με το ύψος των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, που άλλη μια έρευνα επιβεβαιώνει ότι υπολείπονται σημαντικά των πραγματικών αναγκών των εργαζομένων.
Η έρευνα αναφέρεται και στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, που οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι είναι πιθανό να επισπευσθεί η φετινή αύξησή του, ακόμα και τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο.
Εκεί φαίνεται ότι πράγματι τα 780 ευρώ, που είναι σήμερα οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, ή τα 820 – 830 ευρώ που αναμένεται να ανέλθουν μετά την αύξηση που θα αποφασίσει η κυβέρνηση, δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων. Όμως, πολλοί από τους περίπου 600.000 που αμείβονται με τις κατώτατες αποδοχές έχουν το χαρακτηριστικό να είναι πιο νέοι σε ηλικία ή να έχουν πολύ λιγότερη προϋπηρεσία. Έτσι, αρκετοί εξ αυτών δεν έχουν προλάβει ακόμα να δημιουργήσουν οικογένεια, συνεπώς αυτός ο πολύ μικρός μισθός δεν επιδρά και σε τρίτα πρόσωπα (π.χ. παιδιά).
Την ίδια στιγμή, βέβαια, εκτός από τις βασικές αποδοχές, είναι πιθανό αρκετοί που βρίσκονται σε αυτή την κατώτατη μισθολογική κατηγορία να λαμβάνουν και κάποιας μορφής επίδομα ή να έχουν φοροαπαλλαγή, γεγονός που δεν ισχύει για τα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια. Έτσι εξηγείται η πολύ σημαντική υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης σε αυτά τα επίπεδα μισθών (1.000 έως 1.800 ευρώ).
Σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό, τα συνδικάτα και τα ινστιτούτα που πρέπει να εκφράσουν τεκμηριωμένη γνώμη επί της όποιας αύξησής του περιμένουν τη σχετική διαδικασία να εκκινήσει εντός των επόμενων ημερών. Ακριβέστερα, θεωρούν ότι εάν μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου δεν έχει οριστεί το νέο, πιο σφιχτό, χρονοδιάγραμμα τότε θα είναι δύσκολο οι όποιες αυξήσεις να θεσμοθετηθούν και να ισχύσουν εντός των επόμενων 2-3 μηνών.
Σε κάθε περίπτωση, τα συνδικάτα πιέζουν ώστε να επανακάμψουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για να προκύψουν πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς, που θα μπορούν να διοχετευθούν σε όλα τα μισθολογικά κλιμάκια και όχι μόνο στα κατώτατα, όπως γίνεται με τον βασικό μισθό.
Η διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού
Τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει το υπουργείο Εργασίας που επεξεργάζεται τροπολογία για την επιτάχυνση της διαδικασίας αύξησης του κατώτατου μισθού είναι συγκεκριμένα:
Αρχικά, λαμβάνουν ειδοποίηση οι διάφοροι φορείς για να εκφράσουν τεκμηριωμένη γνώμη. Μετά τα διάφορα ινστιτούτα, κοινωνικοί φορείς και η Τράπεζα της Ελλάδος καταθέτουν εγγράφως τη γνώμη τους στο ΚΕΠΕ, όπου γίνεται η σχετική επεξεργασία. Ακολούθως σειρά παίρνει το υπουργείο Εργασίας, που λαμβάνει το τελικό πόρισμα διαβούλευσης από την ειδική αρχή εμπειρογνωμόνων που έχει συσταθεί για το συγκεκριμένο θέμα. Στη συνέχεια η αρμόδια υπουργός Εργασίας εισηγείται το ποσοστό της αύξησης και η τελική απόφαση-έγκριση λαμβάνεται από το αμέσως επόμενο υπουργικό συμβούλιο, για να οριστεί και η έναρξη εφαρμογής του νέου μισθολογικού μοντέλου. Πρόκειται για ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα, που αν δεν υπάρξει εκ νέου παρέμβαση, όπως έγινε και πέρσι, τότε η εφαρμογή του πρόκειται να πραγματοποιηθεί στα μέσα του καλοκαιριού.
Κάτι τέτοιο όμως η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει, όχι μόνο γιατί προηγούνται οι ευρωεκλογές (πέρσι ήταν οι βουλευτικές εκλογές), αλλά και επειδή είναι τέτοια η ακρίβεια που επιβαρύνει τα νοικοκυριά, που πιέζει ώστε να κινηθούν πιο γρήγορα οι διαδικασίες και να παρθούν πιο άμεσα οι τελικές αποφάσεις.