Εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας και από τον τελευταίο οίκο αξιολόγησης που δεν την έχει… επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά και περαιτέρω αναρρίχηση στην κλίμακα με τις βαθμολογίες, ώστε η Ελλάδα να «πιάσει» άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι οι δύο βασικοί στόχοι του οικονομικού επιτελείου για το 2024. Το 2023 σημαδεύτηκε από την ανάκτηση ενός «κεκτημένου» που χάθηκε το 2010, αφήνοντας την Ελλάδα χωρίς πρόσβαση στις αγορές: την επενδυτική βαθμίδα.
Πέντε από τους έξι οίκους αξιολόγησης του πλανήτη κατατάσσουν πλέον την Ελλάδα στη χαμηλότερη κλίμακα που κατατάσσεται στις επενδυτικές (ΒΒ-), ενώ μόνο ένας, ο οίκος Moody’s, έχει φέρει μεν τη χώρα σε απόσταση αναπνοής (μια κλίμακα κάτω από την επενδυτική), αλλά έχει μεταθέσει την επιστροφή της επενδυτικής βαθμίδας για το 2024, πιθανώς τον Μάρτιο της νέας χρονιάς, οπότε και προγραμματίζεται η δημοσίευση της επόμενης έκθεσης.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είχε ως αποτέλεσμα τα ελληνικά ομόλογα να επιστρέψουν στους δείκτες που παρακολουθούν μεγάλα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, ενώ ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) εκτιμά ότι η δυνητική ζήτηση για τα ελληνικά «χαρτιά» μπορεί να φτάσει στα 10 δισ. ευρώ ή ακόμη και στα 20 δισ. ευρώ, αν μπει και η Moody’s (που είναι και μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης του πλανήτη).
Μεγαλύτερη ζήτηση τόσο για τα νέα ομόλογα που θα εκδοθούν μέσα στο 2024 όσο και γι’ αυτά που τελούν υπό διαπραγμάτευση στη δευτερογενή αγορά σημαίνει και δυνατότητα για αποκλιμάκωση των αποδόσεων, κάτι που ήδη καταγράφηκε στο τελευταίο τρίμηνο του 2023, με την απόδοση του 10ετούς να υποχωρεί ακόμη και κοντά στο 3% από 5% που ήταν πριν από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Και μόνο το γεγονός ότι με την αλλαγή του χρόνου τα ελληνικά ομόλογα -περίπου 17 εκδόσεις, που αντιστοιχούν σε χρέος άνω των 70 δισ. ευρώ- θα εμφανίζονται στη βασική οθόνη του Bloomberg Index, μπορεί να ανεβάσει τη συναλλακτική δραστηριότητα και να διευκολύνει τη μετάβαση, καθώς θα αποχωρούν σταδιακά τα hedge funds που τοποθετούνται σε τίτλους χωρίς επενδυτική βαθμίδα και θα εισέρχονται τα πιο «συντηρητικά» χαρτοφυλάκια.
Μέγιστη αξιοποίηση της επενδυτικής βαθμίδας
Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι να αξιοποιήσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό την επενδυτική βαθμίδα. Τα πεδία στα οποία μπορεί να φανεί το όφελος είναι:
1. Το κόστος δανεισμού. Παρατηρείται σύγκλιση στις αποδόσεις του ελληνικού 10ετούς με τα αντίστοιχα Πορτογαλίας και Ισπανίας, ενώ ήδη δανειζόμαστε φθηνότερα από την Ιταλία.
2. Η τόνωση των άμεσων επενδύσεων. Ουσιαστικά, υπάρχει η προσδοκία ότι η μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας θα μεταφραστεί σε ευνοϊκότερους όρους δανεισμού για τις τράπεζες, οι οποίες θα μπορέσουν να προσφέρουν καλύτερους όρους στους πελάτες τους, τονώνοντας τις επενδύσεις.
Τα κρίσιμα «ραντεβού» της χρονιάς
Το 2024 θα υπάρξουν τουλάχιστον 10 νέες εκθέσεις αξιολόγησης από τους οίκους. Η αρχή αναμένεται να γίνει τον Μάρτιο με τη Moody’s και εκεί θα φανεί αν θα συμπληρωθεί ο κατάλογος των ανακτήσεων επενδυτικής βαθμίδας.
Όμως, ο στόχος για το 2024 και τα επόμενα χρόνια είναι η Ελλάδα να αναρριχηθεί πιο ψηλά στη βαθμολογία και να απομακρυνθεί η χώρα από τη… ζώνη υποβιβασμού. Με το BBB- που έχει ανακτήσει η Ελλάδα -την κατώτερη βαθμίδα που χαρακτηρίζεται ως επενδυτική- βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη μέση της παγκόσμιας κατάταξης. Άμεσοι στόχοι να «πιάσουμε» τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όχι μόνο σε βαθμολογία από τους οίκους αξιολόγησης, αλλά και σε αποδόσεις ομολόγων.
Η Ιταλία, με υψηλότερο κόστος δανεισμού σε σχέση με την Ελλάδα, βρίσκεται στο ΒΒΒ από τη S&P και στο Baa3 από τη Moody’s, δηλαδή μία βαθμίδα πάνω από την Ελλάδα και στους δύο οίκους. Ο στόχος να αποκτήσουμε καλύτερη βαθμολογία ακόμη και μέσα στο 2024 είναι εφικτός και άλλωστε οι αγορές το έχουν προεξοφλήσει, ρίχνοντας την απόδοση του ελληνικού 10ετούς κάτω από το αντίστοιχο ιταλικό.
Η Πορτογαλία είναι στο BBB+ από τη S&P και στο Α3 από τη Moody’s. Είναι δηλαδή δύο βαθμίδες πάνω από την Ελλάδα με βάση την αξιολόγηση της S&P και τέσσερις βαθμίδες πάνω από την Ελλάδα με βάση την αξιολόγηση της Moody’s.
Όσο για την Ισπανία, μπορεί το κόστος δανεισμού της να είναι πλέον σχεδόν αντίστοιχο με της Ελλάδας, όμως η βαθμολογία της από τους οίκους είναι ακόμη υψηλότερη: Α από τη S&P και Baa1 από τη Moody’s, που σημαίνει τέσσερις βαθμίδες από τη S&P διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα και δύο με βάση τους όρους της Moody’s.