Οι καλικάντζαροι της ακρίβειας δεν θα φύγουν από τα εγχώρια ράφια ούτε το 2024, με τη λιανική βασικών καταναλωτικών προϊόντων (FMCGs) να κερδίζει για ακόμα μια φορά το… φλουρί στη «βασιλόπιτα» της αγοράς.
Το παρατεταμένο «January effect» στην αγορά των FMCGs καθιστά ακόμα δυσκολότερο τον ισοσκελισμό του οικιακού προϋπολογισμού για τα εγχώρια νοικοκυριά. Η «κανονικότητα» της ακρίβειας δεν αναμένεται να ανατραπεί ούτε τη νέα χρονιά, ωστόσο η αγορά διατείνεται ότι ο ρυθμός των ανατιμήσεων θα εμφανίσει έντονη επιβράδυνση σε σχέση με το 2023. Οι εκτιμήσεις των εταιρειών ερευνών, που προσμετρούν τις προωθητικές ενέργειες και τις επιδόσεις των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, τοποθετούν τη μέση ανατίμηση στο καλάθι του 2024 στο 4,5%-5%, ωστόσο το βασικό στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί είναι ο δείκτης τιμής καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής να «κρατήσει» μονοψήφιο ποσοστό.
Η ανελαστικότητα των δαπανών στο σούπερ μάρκετ «τρέφει» την ακρίβεια, καθώς οι απώλειες σε όρους πραγματικής κατανάλωσης κινούνται σε οριακά επίπεδα, εξέλιξη η οποία, σύμφωνα με τον νόμο της αγοράς, δεν ενεργοποιεί μηχανισμούς αναπροσαρμογής των τιμολογιακών πολιτικών υπέρ της τελικής τιμής. Ο εγχώριος ανταγωνισμός στο ράφι εστιάζει περισσότερο στη θωράκιση των μεριδίων των επώνυμων προϊόντων έναντι της ιδιωτικής ετικέτας, ωστόσο τα PL -παρά την «άνθηση» που καταγράφουν- εξακολουθούν να διατηρούν χαμηλά ποσοστά στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της ακρίβειας στο ράφι θα παραμείνουν το ελαιόλαδο και τα νωπά οπωροκηπευτικά, μολονότι οι τιμές παραγωγού σε φρούτα και λαχανικά βαίνουν μειούμενες. Η βιομηχανία τροφίμων και λοιπών βασικών αγαθών υποστηρίζει ότι το περιβάλλον παραμένει ευμετάβλητο, γεγονός που οδηγεί σε ιδιαίτερα επιφυλακτικές εμπορικές πολιτικές.
Την ίδια ώρα δε, παρά το πληθωριστικό περιβάλλον, οι επιχειρήσεις διατηρούν τους αναπτυξιακούς τους σχεδιασμούς, προχωρώντας στην υλοποίηση επενδύσεων σε πάγια.
Διασφάλιση κερδών
Ταυτόχρονα το γεγονός ότι οι απώλειες από τους «κοκκινισμένους» ισολογισμούς του 2022 δεν κατέστη δυνατόν να «μαζευτούν» το 2023 για μεγάλη μερίδα της αγοράς, θέτει ως βασική προτεραιότητα για τις επιχειρήσεις τη διασφάλιση κερδοφορίας. Οι ανατιμήσεις εξελίσσονται σε αναγκαίο κακό και ακολουθούν τη φιλοσοφία των προσφορών, τις οποίες «όλοι αγαπούν να μισούν». Το αποτέλεσμα των επικείμενων κυβερνητικών παρεμβάσεων για τον περιορισμό των προσφορών μένει να αποτυπωθεί στην πράξη, καθώς -σύμφωνα με την αγορά- πολύ κρίσιμη παράμετρος για την αποδοτικότητα του μέτρου αυτού είναι η επιλογή του μοντέλου εφαρμογής του.
Η πορεία των τιμών στο ράφι παραμένει έντονα εξαρτώμενη από τις γενικότερες εξελίξεις τόσο στο ενεργειακό όσο και στο γεωπολιτικό πεδίο. Η κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας, παρόλο που το 2023 δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στην αγορά, στον βαθμό που θα κλιμακωθεί, μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο κύμα ανατιμήσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οποιαδήποτε αναταραχή στο κομμάτι της εφοδιαστικής αλυσίδας επηρεάζει αυτόματα τη βιομηχανία. Αν και η αγορά δεν θα ξαναζήσει τις πρωτόγνωρες συνθήκες των lockdowns, το κόστος μεταφορών αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα διαμόρφωσης τιμοκαταλόγων.
Το κόστος διαχείρισης της κλιματικής κρίσης
Μια βασική παράμετρος που «υποθηκεύει» υψηλές τιμές στα τρόφιμα για τα επόμενα χρόνια αφορά την επισιτιστική κρίση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την κλιματική κρίση, τοποθετώντας τον κλάδο τροφίμων στην «ελίτ» των benchmarks των αγορών. Η έντονη κινητικότητα των deals που λαμβάνει χώρα στην εγχώρια αγορά και το ισχυρό ενδιαφέρον εγχώριων – ξένων κεφαλαίων υποδεικνύουν ότι ο κλάδος αναμένεται να επιφέρει «υπεραποδόσεις» σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Παράλληλα το κόστος της διαχείρισης της κλιματικής κρίσης που καλούνται να καλύψουν άμεσα οι βιομηχανίες και η λιανική δεν έχει ακόμα αποτυπωθεί στο ράφι. Οι «πράσινες» επενδύσεις της αγοράς χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν και στο μεσοδιάστημα πρέπει να θωρακιστούν οι κερδοφορίες. Συνεπώς, οι υφιστάμενες συνθήκες εξακολουθούν να «σπέρνουν» τον σπόρο του στασιμοπληθωρισμού στο ράφι, ενώ οποιαδήποτε νέα αναπάντεχη εξέλιξη είναι ικανή να ανατρέψει την όποια προσπάθεια επιστροφής της αγοράς σε εξισορρόπηση και να πυροδοτήσει εκ νέου τις τιμές.
Ένα σημαντικό σημείο που θα πρέπει, ωστόσο, να μην παραγνωρίσει η αγορά είναι το γεγονός ότι η price sensitive καταναλωτική συμπεριφορά παγιώνεται, ειδικά στις νεότερες γενιές. Και άπαξ ο καταναλωτής γαλουχηθεί να καλύπτει τις ανάγκες με φθηνότερα προϊόντα, δύσκολα θα στραφεί σε πιο premium επιλογές. Εξάλλου, η Generation Z είναι ήδη πολύ «διαβασμένη» και ασπάζεται πρότυπα της οικονομίας διαμοιρασμού, της βιώσιμης κατανάλωσης, δεν έχει πιστότητα στις μάρκες και είναι ιδιαίτερα price oriented στις επιλογές της.