Δεκαέξι «μαύρες» και «γκρι» αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζονται σε βάρος των αγροτών και των καταναλωτών περιγράφει η Επιτροπή Ανταγωνισμού στον οδηγό της για τον ανταγωνισμό στον αγροτικό κλάδο.
Σε μια περίοδο που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν αυξηθεί σημαντικά, η διερεύνηση των αιτιών των ανατιμήσεων καθίσταται επιβεβλημένη, καθώς πέρα από το εισόδημα των αγροτών επηρεάζεται και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών.
Ο οδηγός που συνέταξε η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξηγεί τη σχετική βασική νομοθεσία (ελεύθερος ανταγωνισμός, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) και προσφέρει πρακτικές συμβουλές και παραδείγματα για την αντιμετώπιση πρακτικών που παραβιάζουν τον νόμο περί ελεύθερου ανταγωνισμού ή συνιστούν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
Επίσης, ο οδηγός παρουσιάζει τις σημαντικότερες δυνατότητες συνεργασίας των παραγωγών αγροτικών προϊόντων εντός των ορίων που θέτουν οι κανόνες του ανταγωνισμού, για την καλύτερη αξιοποίηση και πώληση της παραγωγής τους και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους θέσης έναντι των αγοραστών. Ο κάθε αγρότης ή ενδιαφερόμενος μπορεί να εφαρμόσει τις δυνατότητες που του δίνονται μέσω του οδηγού, προσαρμόζοντας την επιχειρηματική του δράση, αλλά και διεκδικώντας καλύτερες εμπορικές συνεργασίες και εμπορικές συνθήκες (π.χ. γρήγορες πληρωμές από τους αγοραστές, αποφυγή «ανοιχτών τιμών» κοκ.)
Η ισχύουσα νομοθεσία
Για την εφαρμογή της νομοθεσίας αρμόδιο είναι το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και υπό ορισμένες προϋποθέσεις η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει αρμοδιότητα μόνο όταν έχει ήδη επιβληθεί στον αγοραστή, εντός των τελευταίων 18 μηνών πρόστιμο ίσο ή μεγαλύτερο του 1% του συνολικού κύκλου εργασιών του και κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρήσης ο συνολικός κύκλος εργασιών του αγοραστή ανέρχεται σε τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ και το συνολικό μερίδιο αγοράς των πέντε μεγαλύτερων αγοραστών ανά κανάλι διανομής ή εφοδιασμού στη σχετική αγορά γεωργικών προϊόντων και τροφίμων είναι τουλάχιστον 50%.
Ο νόμος διακρίνει μεταξύ δύο κατηγοριών εμπορικών πρακτικών. Η «μαύρη λίστα» περιέχει εμπορικές πρακτικές οι οποίες απαγορεύονται υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Η «γκρι λίστα» περιέχει απαγορευμένες εμπορικές πρακτικές, εκτός αν υπάρχει προηγούμενη συμφωνία με σαφείς και αδιαμφισβήτητους όρους για την εφαρμογή τους.
Οι απαγορευμένες πρακτικές
Οι ακόλουθες πρακτικές είναι εξ αντικειμένου αθέμιτες και απαγορεύονται:
α) Στην περίπτωση που ο αγοραστής εξοφλεί τον προμηθευτή:
αα) Όταν η συμφωνία προμήθειας προβλέπει παράδοση των προϊόντων σε τακτική βάση:
i) για τα αλλοιώσιμα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση 30 ημερών από τη λήξη συμφωνηθείσας προθεσμίας παράδοσης κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις, ή μετά την παρέλευση 30 ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού για την προθεσμία παράδοσης, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη,
ii) για άλλα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση 60 ημερών από τη λήξη συμφωνηθείσας προθεσμίας παράδοσης κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις ή μετά την παρέλευση 60 ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού για την προθεσμία παράδοσης, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη. Για τους σκοπούς των προθεσμιών πληρωμής που προβλέπονται, οι συμφωνηθείσες προθεσμίες παράδοσης θεωρείται σε κάθε περίπτωση ότι δεν υπερβαίνουν τον έναν μήνα.
αβ) Όταν η συμφωνία προμήθειας δεν προβλέπει παράδοση των προϊόντων σε τακτική βάση:
i) για τα αλλοιώσιμα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση 30 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης ή 30 ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη,
ii) για άλλα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση 60 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης ή 60 ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη.
Όταν ο αγοραστής καθορίζει το καταβλητέο ποσό, οι προθεσμίες πληρωμής που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αα) αρχίζουν να υπολογίζονται από τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις, ενώ οι προθεσμίες πληρωμής που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αβ) αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία παράδοσης. Ως ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού που αναφέρεται στις υποπεριπτώσεις αα) και αβ) θεωρείται η ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου ή η ημερομηνία παραλαβής του από τον αγοραστή. Δεν θεωρείται εξόφληση η παράδοση μεταχρονολογημένης επιταγής από τον αγοραστή στον προμηθευτή.
β) Ο αγοραστής ακυρώνει παραγγελίες αλλοιώσιμων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων χωρί ςέγκαιρη ειδοποίηση, με αποτέλεσμα να αναμένεται ευλόγως ότι ο προμηθευτής αδυνατεί να βρει εναλλακτική λύση για να διαθέσει τα προϊόντα στο εμπόριο ή για να τα χρησιμοποιήσει. Ειδοποίηση σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 30 ημερών θεωρείται μη έγκαιρη ειδοποίηση.
γ) Ο αγοραστής τροποποιεί μονομερώς τους όρους μιας συμφωνίας προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών ως προς τη συχνότητα, τη μέθοδο, τον τόπο, το χρονοδιάγραμμα ή τον όγκο της προμήθειας ή της παράδοσης των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, τα πρότυπα ποιότητας, τους όρους πληρωμής ή τις τιμές ή ως προς την παροχή υπηρεσιών.
δ) Ο αγοραστής απαιτεί καταβολή πληρωμών από τον προμηθευτή που δεν σχετίζονται με την πώληση των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων του προμηθευτή.
ε) Ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να πληρώσει για τη χειροτέρευση ή την καταστροφή των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων που επέρχεται στις εγκαταστάσεις του αγοραστή ή αφότου η κυριότητά τους έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή και μολονότι η χειροτέρευση ή καταστροφή δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του προμηθευτή.
στ) Ο αγοραστής αρνείται να αποδεχθεί εγγράφως τους όρους συμφωνίας προμήθειας παρά το αίτημα του προμηθευτή. Η παρούσα περίπτωση δεν ισχύει όταν η συμφωνία προμήθειας αφορά προϊόντα που παραδίδονται από προμηθευτή που έχει την ιδιότητα μέλους οργάνωσης παραγωγών ή και συνεταιρισμού, εάν το καταστατικό της οργάνωσης ή οι κανόνες και οι αποφάσεις της διασφαλίζουν τους όρους της συμφωνίας προμήθειας.
ζ) Ο αγοραστής αποκτά, χρησιμοποιεί ή αποκαλύπτει παράνομα εμπορικό απόρρητο του προμηθευτή, κατά την έννοια των άρθρων 22Α ως 22Κ του νόμου 1733/1987 (Α’ 171), όπως προστέθηκαν με το άρθρο 1 του νόμου 4605/2019 (Α’ 52).
η) Ο αγοραστής απειλεί να πραγματοποιήσει ή πραγματοποιεί πράξεις εμπορικών αντιποίνων κατά του προμηθευτή, εάν ο προμηθευτής ασκεί συμβατικά ή εκ του νόμου δικαιώματα, μέσω υποβολής καταγγελίας στις αρχές επιβολής ή μέσω συνεργασίας με τις αρχές επιβολής κατά τη διάρκεια έρευνας.
θ) Ο αγοραστής απαιτεί αποζημίωση από τον προμηθευτή για το κόστος εξέτασης καταγγελιών πελατών που σχετίζονται με την πώληση των προϊόντων του προμηθευτή, παρά την απουσία υπαιτιότητας του προμηθευτή.
ι) Ο αγοραστής δεσμεύει τον πωλητή, εγγράφως ή προφορικά, να του πωλήσει ποσότητες προϊόντων, χωρίς ταυτόχρονα να δεσμεύεται ο ίδιος για την τιμή αγοράς τους.
Ποιες συμφωνίες επιτρέπονται υπό ειδικούς όρους
Πέρα από τη «μαύρη λίστα» με τις δέκα αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στον αγροτικό τομέα, στον οδηγό της Επιτροπής Ανταγωνισμού περιλαμβάνονται και περιπτώσεις της «γκρι λίστας».
Πιο αναλυτικά, οι έξι περιπτώσεις – πρακτικές της «γκρι λίστας» απαγορεύονται, εκτός εάν έχουν συμφωνηθεί προηγουμένως με σαφείς και αδιαμφισβήτητους όρους στη συμφωνία προμήθειας ή σε επακόλουθη συμφωνία μεταξύ του προμηθευτή και του αγοραστή.
Οι πρακτικές της «γκρι λίστας» είναι οι εξής:
α) Ο αγοραστής επιστρέφει στον προμηθευτή γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα που δεν πωλήθηκαν, χωρίς να πληρώσει για τα εν λόγω προϊόντα ή για τη διάθεση των προϊόντων αυτών ή και για τα δύο.
β) Ο αγοραστής επιβάλλει στον προμηθευτή πληρωμή ως προϋπόθεση για να αποθεματοποιήσει, να εκθέσει ή να προσθέσει στους καταλόγους γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα ή να διαθέσει τα προϊόντα αυτά στην αγορά.
γ) Ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να βαρύνεται με το σύνολο ή μέρος του κόστους εκπτώσεων σε γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα που πωλούνται από τον αγοραστή στο πλαίσιο προώθησης, εκτός εάν ο αγοραστής, πριν από την προώθηση, η οποία ξεκινά από τον ίδιο, προσδιορίζει το χρονικό διάστημα της προώθησης και την αναμενόμενη ποσότητα γεωργικών προϊόντων και τροφίμων προς παραγγελία στην τιμή με έκπτωση.
δ) Ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να αναλάβει το κόστος για τη διαφήμιση από τον αγοραστή γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.
ε) Ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να πληρώσει για δαπάνες που αφορούν προωθητικές ενέργειες πώλησης από τον αγοραστή γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.
στ) Ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να αναλάβει το κόστος για το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διαρρύθμιση των χώρων που χρησιμοποιούνται για την πώληση των προϊόντων του προμηθευτή.
Επισημαίνεται πως όταν απαιτείται πληρωμή από τον αγοραστή για τις καταστάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις β), γ), δ), ε) ή στ), εάν ζητηθεί από τον προμηθευτή, ο αγοραστής παρέχει στον προμηθευτή εγγράφως εκτίμηση των πληρωμών ανά μονάδα ή των συνολικών πληρωμών,
ανάλογα με την περίπτωση, και ως προς τις καταστάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις β), δ), ε) ή στ) παρέχει, επίσης εγγράφως, εκτίμηση του κόστους για τους προμηθευτές και τη βάση αυτής της εκτίμησης.
Όπως αναφέρεται στον οδηγό της Επιτροπής Ανταγωνισμού, δεν αποκλείεται η εφαρμογή ορισμένων από τις εμπορικές πρακτικές (που περιεγράφησαν ανωτέρω) να παραβιάζει και τους κανόνες ελεύθερου ανταγωνισμού που εφαρμόζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Αυτό μπορεί να συμβαίνει εάν:
- Οι πρακτικές προκύπτουν κατόπιν κάποιας παράνομης συνεννόησης / απαγορευμένης σύμπραξης μεταξύ των αγοραστών, οι οποίοι έχουν ως στόχο να πιέσουν τους αγρότες – παραγωγούς, π.χ. να προσφέρονται οι ίδιες τιμές αγοράς για το προϊόν, να υπάρχει άρνηση αγοράς από κάποια επιχείρηση με σκοπό τη γεωγραφική κατανομή των παραγωγών (δηλαδή σε ποια επιχείρηση θα μπορέσουν να πουλήσουν τα προϊόντα τους οι παραγωγοί) κ.λπ.
- Οι πρακτικές εφαρμόζονται από ισχυρό αγοραστή (με μερίδιο αγοράς πάνω από 40%-50%).
- Στις περιπτώσεις αυτές, η εφαρμογή των εν λόγω «μαύρων» ή «γκρι» πρακτικών, εκτός της παραβίασης του νόμου 4792/2021 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ενδέχεται να αποτελεί και παραβίαση του νόμου 3959/2011 για τον ελεύθερο ανταγωνισμό.