H ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει πλήρως από τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 και οι αρχικές πληθωριστικές πιέσεις έχουν υποχωρήσει. Η έλευση επενδύσεων μπορεί όχι μόνο να συμβάλουν στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας της Ελλάδος αλλά ενδεχομένως και να την απογειώσουν. Αυτό αναφέρει η ετήσια έκθεση του ΚΕΠΕ για το 2023.
Όσον αφορά το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», ο αντίκτυπός του αναμένεται να αποφέρει μία σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 13,7 δις. ευρώ και της απασχόλησης με επιπλέον περίπου 400.000 θέσεις εργασίας. Αυτό με βάση το ΚΕΠΕ, σε όρους ΑΕΠ σημαίνει αύξηση κατά 8,3% και για την απασχόληση κατά 10,5%, σε σύγκριση με το 2020.
Στις αβεβαιότητες για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, με βάση την έκθεση του ΚΕΠΕ περιλαμβάνονται :
- ο πόλεμος στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή,
- η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας,
- ο επίμονος πληθωρισμός,
- το αυξημένο κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά,
- η επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (έλλειμμα 9,7% επί του ΑΕΠ το 2022),
- οι δημογραφικές αλλαγές,
- η τεχνολογική υστέρηση και οι συχνότερες φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Όπως τονίζεται, η ελληνική οικονομία κατάφερε να ανακάμψει πλήρως από τις επιπτώσεις της πανδημίας ενώ οι αρχικές πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες προκλήθηκαν από πλήθος εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, έχουν υποχωρήσει. Ως εκ τούτου, αναφέρει πως η Ελλάδα έχει θέσει γερά τις βάσεις για ραγδαία ανάπτυξη, ενώ ήδη τα πεπραγμένα της είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά.
Κατά τη διάρκεια του 2022, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε κατά 2,9% (με βάση τις ώρες εργασίας) και κατά 3,8% (με βάση την απασχόληση). Η αύξηση της TFP της ελληνικής οικονομίας έφτασε την αντίστοιχη αύξηση της ευρωζώνης και της Ε.Ε. καθώς μεταξύ του έτους πριν από την πανδημία (2019) και του τρέχοντος έτους (2023), αυξήθηκε περίπου 3 φορές περισσότερο από τον μέσο όρο τόσο σε επίπεδο ευρωζώνης όσο και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε κατά 0,3% και η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε κατά 2%. Όπως εξηγεί, η διαφορά της παραγωγικότητας της εργασίας της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή, τόσο ως προς τους απασχολούμενους όσο και ως προς τις ώρες εργασίας, παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη κατά την περίοδο 2019-2023. Δηλαδή, η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας σε απασχολούμενους είναι περίπου στο 61% του μέσου όρου της Ε.Ε. και στο 55% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Αντίστοιχα, η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας σε ώρες εργασίας είναι περίπου στο 49% του μέσου όρου της Ε.Ε. και στο 43% του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα, οι πρόσφατες εξελίξεις υπογραμμίζουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της ελληνικής οικονομίας ως προς το κόστος/τις τιμές σε σχέση με την ευρωζώνη. Πιο συγκεκριμένα, η πραγματική αποτελεσματική συναλλαγματική ισοτιμία (REER) με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή μειώθηκε ελαφρά το 2022 για τέταρτο συνεχές έτος. Η REER με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας στο σύνολο της οικονομίας (ULCT) μειώθηκε, και αυτή με την σειρά της, το 2022 για δεύτερο συνεχές έτος, φθάνοντας στο χαμηλότερο σημείο της κατά την περίοδο 2010-2022. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας (ULC) μειώθηκε επίσης το 2022 για δεύτερο συνεχές έτος, ενώ αυξήθηκε στην ΕΑ19 και την ΕΕ27. Το σχετικό ULC μειώθηκε κατά 1,7 π.μ. το 2022, σε σύγκριση με το 2021.
Το ΚΕΠΕ τονίζει πως όπως αποτυπώνει ο Δείκτης Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας (RCI), όλες οι ελληνικές περιφέρειες βρίσκονται στο τέλος της κλίμακας, με διατήρηση του χάσματος μεταξύ της Αττικής και των υπόλοιπων περιφερειών. Εκτός αυτού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε κατά 0,3% και η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε κατά 2%. Ωστόσο, η επίμονη διαφορά της παραγωγικότητας της εργασίας της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή, τόσο ως προς τους απασχολούμενους όσο και ως προς τις ώρες εργασίας, παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια κατά την περίοδο 2019-2023.
Καθοριστικής σημασίας για την υλοποίηση της αναμενόμενης αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας είναι, αφενός, η αύξηση της χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού, που αποτελεί παράγοντα «κλειδί», λαμβάνοντας υπόψη τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δυσμενείς επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, και, αφετέρου, η σημαντική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, ιδίως, στον επιχειρηματικό τομέα και στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας της οικονομίας.
Ο ρόλος του Σχεδίου Ανάκαμψης στην αύξηση του ΑΕΠ
Το «Ελλάδα 2.0» σύμφωνα με την έκθεση του ΚΕΠΕ αναμένεται να συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμά πως ο αντίκτυπός του αναμένεται να αποφέρει μία σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 13,7 δισ. ευρώ και της απασχόλησης (περίπου 400.000 θέσεις εργασίας), δηλαδή, αύξηση σε όρους ΑΕΠ κατά 8,3% και της απασχόλησης κατά 10,5%, σε σύγκριση με τα επίπεδα του ΑΕΠ και της απασχόλησης της Ελλάδας το 2020.
Επισημαίνει ωστόσο ότι το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, ενδέχεται να μην είναι πλήρως εναρμονισμένο με τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους της Ελλάδας, λόγω της υπερβολικής εξάρτησής του από συγκεκριμένους τομείς, κυρίως τις Κατασκευές, οι οποίοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν επαρκώς τους ευρύτερους στόχους μιας δίκαιης ανάπτυξης, μείωσης της εξάρτησης από εισαγωγές και περιορισμών των εκπομπών CO2. Σημειώνεται ότι οι Κατασκευές ήταν ο τομέας που παρουσίασε την υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική οικονομία κατά την περίοδο 2020-2022.
Ψηφιοποίηση – τεχνητή νοημοσύνη και δίκαιη ανάπτυξη
Η έκθεση του ΚΕΠΕ τονίζει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για ψηφιακό μετασχηματισμό, με ιδιαίτερη έμφαση στις τεχνολογίες της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, ενώ θα πρέπει, παράλληλα, να αναλάβουν και δράσεις για τη διαχείριση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος που συνδέεται με τη χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών και να ενισχύσουν την κυκλική οικονομία.
«Θα πρέπει να μην παραβλέπουμε ότι είναι αναγκαίο να εξεταστεί και ένα ευρύ φάσμα πολιτικών για τη μείωση των ανισοτήτων που θα συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας» σημειώνει η έκθεση του Κέντρου. Τέτοιες πολιτικές δύναται να περιλαμβάνουν την απόκτηση και ανάπτυξη δεξιοτήτων, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, ισχυρά μέτρα κοινωνικής προστασίας, προσιτή χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας και στήριξη της μεταφοράς τεχνολογίας και των διασυνδέσεων μεταξύ επιχειρήσεων για την προώθηση των εξαγωγών.