Την εξασφάλιση επενδυτικής βαθμίδας και από τον τελευταίο οίκο αξιολόγησης, μετά και τη χθεσινή αναβάθμιση από την Fitch, ώστε η δυνητική αγοραστική δύναμη για τα ελληνικά ομόλογα να αυξηθεί ακόμη και κατά 18-20 δισ. ετησίως, θέτει ως στόχο το οικονομικό επιτελείο για την επόμενη χρονιά.
Υψηλότερα μπαίνει ο πήχης και όσον αφορά τη βαθμολογία που θέλει να έχει η χώρα για τα ομόλογά της. Το «BBB-» που έχει λάβει η χώρα από το σύνολο των οίκων αξιολόγησης πλην της Moody’s είναι η χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα. Για να αλλάξει… πίστα, απαιτούνται ακόμη τρεις αναβαθμίσεις, γι’ αυτό και ο χρόνος που θα απαιτηθεί μπορεί να είναι αρκετός.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και από τη Moody’s (έχει κατατάξει την Ελλάδα στο «Βa1» ύστερα από τη διπλή αναβάθμιση προ εβδομάδων) είναι ένας στόχος που εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο 2024 έστω και σε δύο… δόσεις (πρώτα αναβάθμιση των προοπτικών και μετά επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, που για τη Moody’s είναι το «Baa3»).
Ραντεβού τον Μάρτιο
Η επόμενη αξιολόγηση από τον συγκεκριμένο οίκο τοποθετείται χρονικά για τον Μάρτιο του 2024. Γιατί είναι σημαντική η αναβάθμιση και από τον τελευταίο οίκο; Διότι «κουβαλάει» δικό του πελατολόγιο, οπότε αυξάνεται και η πιθανή πελατεία για τα ελληνικά ομόλογα. Μάλιστα, ο οίκος Moody’s είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο, γι’ αυτό και η δυνητική ζήτηση μπορεί να φτάσει πλέον ακόμη και στα 18-20 δισ. ευρώ.
Είναι υπερδιπλάσιο ποσό σε σχέση με την ετήσια εκδοτική δραστηριότητα της χώρας (τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια), κάτι που σημαίνει ότι μπορούν να εκδηλωθούν οι προϋποθέσεις όχι μόνο για την κάλυψη των δανειακών αναγκών, αλλά και για την εξασφάλιση καλύτερων όρων χρηματοδότησης ή και αναχρηματοδότησης χρέους (π.χ. να εκδοθούν περισσότεροι μακροπρόθεσμοι τίτλοι για να αποπληρωθούν βραχυπρόθεσμοι, ήτοι έντοκα γραμμάτια τα οποία έχουν υψηλό κόστος εξυπηρέτησης λόγω και της συγκυρίας).
Μετά την αναβάθμιση από τη Fitch, η χρονιά έχει ακόμη δύο «ορόσημα» όσον αφορά το ελληνικό χρέος, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε πλέον 30 ημέρες πριν από το τέλος της χρονιάς:
- Το πρώτο ορόσημο είναι η 15η Δεκεμβρίου. Κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία είναι προγραμματισμένη να γίνει η πρόωρη αποπληρωμή των δόσεων για την εξυπηρέτηση των διμερών δανείων που έχει συνάψει η χώρα, συνολικού ύψους 5,3 δισ. ευρώ.Πρόκειται για χρήματα που κανονικά θα καταβάλλονταν μέσα στο 2024 και στο 2025, κάτι που σημαίνει ότι η κίνηση «ελαφραίνει» τον όγκο των δανείων που θα πρέπει να αποπληρωθούν μέσα στο επόμενο έτος. Θα υπάρξει όμως και απτό οικονομικό όφελος από την πρόωρη αποπληρωμή. Τα διμερή δάνεια είναι καλυμμένα με συμβόλαια αντιστάθμισης κινδύνου (swaps). Τώρα που τα επιτόκια βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το παρελθόν λόγω της πολιτικής της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, τα swaps αποφέρουν σημαντικά έσοδα από τόκους και καλύπτουν αντίστοιχα τους τόκους που πληρώνει η χώρα για τα διμερή δάνεια (τα οποία μάλιστα είναι πλέον… ακριβά, καθώς το επιτόκιο στα διμερή είναι κυμαινόμενο). Αποπληρώνοντας πρόωρα, η χώρα γλιτώνει από τους τόκους που θα πλήρωνε αν εξοφλούσε κανονικά τις υποχρεώσεις στην ώρα τους, ενώ συνεχίζει να κερδίζει από τους τόκους των swaps.
- Το 2ο ορόσημο είναι η 23η ή η 24η Δεκεμβρίου. Έχοντας κλείσει το 2023 με ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη μεγάλη πλειοψηφία των οίκων αξιολόγησης (αναγνωρισμένων και μη από την ΕΚΤ), ο ΟΔΔΗΧ θα παρουσιάσει το πρόγραμμα δανεισμού για την επόμενη χρονιά. Θα προβλέπει εκδοτική δραστηριότητα της τάξεως των 10 δισ. ευρώ, ένα σταθερό πρόγραμμα επανεκδόσεων ελληνικών ομολόγων (με 10 κύκλους, έναν ανά μήνα, πλην Αυγούστου και Δεκεμβρίου), αλλά και την έκδοση του πρώτου ελληνικού πράσινου ομολόγου, εφόσον φυσικά το επιτρέψουν οι συνθήκες στην αγορά. Τα 10 δισ. ευρώ είναι πολύ «συγκρατημένο» ποσό, αλλά θα επιτρέψει στη χώρα να προγραμματίσει νέες πρόωρες αποπληρωμές χρέους και μέσα στο 2024 και ταυτόχρονα να περιορίσει την έκθεση στα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ξεπερνούν τα 11 δισ. ευρώ. Βασικός στόχος για το 2024 θα είναι το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού προγράμματος της επόμενης χρονιάς να καλυφθεί εμπροσθοβαρώς, όπως ακριβώς έγινε και τα προηγούμενα δύο χρόνια. Για λόγους τακτικής, εκδόσεις ομολόγων στο τέλος της χρονιάς δεν γίνονται. Ωστόσο, με το ξεκίνημα του νέου έτους είναι πολύ πιθανό να έχουμε μια πρώτη -και μάλιστα αρκετά σημαντικού ύψους- νέα έκδοση.
Η συγκυρία, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, είναι θετική, καθώς και ο κρατικός προϋπολογισμός της Ελλάδας τυγχάνει αποδοχής και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από τους διεθνούς οργανισμούς και οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το τελευταίο αποδίδεται στο γεγονός ότι προβλέπεται «πάγωμα» των επιτοκίων από την ΕΚΤ στα σημερινά επίπεδα, αλλά και έναρξη της διαδικασίας αποκλιμάκωσης από το β’ εξάμηνο του 2024. Χθες, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς βρέθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 2023, με το ποσοστό να υποχωρεί κάτω από το 3,7%. Η διαφορά με το γερμανικό bund έχει σταθεροποιηθεί κάτω από τις 130 μονάδες βάσης, πολύ κοντά στο ιστορικό χαμηλό.