Πιο «μαζεμένη» ανάπτυξη αλλά και χαμηλότερο πληθωρισμό αναμένει για φέτος και το επόμενο έτος ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Γιάννης Στουρνάρας, όπως έκανε γνωστό σε συνέντευξή του στο Politico.
Στην ίδια συνέντευξη, ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος περιγράφεται ως ένας κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της μετριοπαθούς τάσης στους κόλπους του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, εκτίμησε επίσης ότι θα αργήσουμε λίγο μέχρι να δούμε την πρώτη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Τοποθέτησε μάλιστα αυτό τον χρόνο πιο μετά από τις εκτιμήσεις της αγοράς.
Σε επίπεδο Ευρωζώνης, ο διοικητής της ΤτΕ εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι η ΕΚΤ θα μπορέσει να οδηγήσει την οικονομία σε ομαλή προσγείωση, ωστόσο, αναγνώρισε ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες. Γι’ αυτό και φοβάται πιθανή επιδείνωση στο μέλλον.
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε επίσης στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, στέλνοντας το μήνυμα ότι η μάχη για την αντιμετώπισή της είναι ένα «τεράστιο εγχείρημα» που απαιτεί τη συμμετοχή όλων, ακόμα και των κεντρικών τραπεζών.
Επίσης, σχολιάζοντας την αναβίωση του ευρωσκεπτικισμού που παρατηρείται στην Ευρώπη το τελευταίο διάστημα, συνέκρινε την πολιτική κατάσταση με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 που, όπως υποστήριξε, «δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε». «Όλες οι μεγάλες προκλήσεις που μπορώ να φανταστώ απαιτούν περισσότερη Ευρώπη, όχι λιγότερη», ήταν το μήνυμα που έστειλε.
Οι προβλέψεις για ανάπτυξη και χρέος
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένεται να αναθεωρήσει σημαντικά προς τα κάτω τους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης για το επόμενο έτος στις επικείμενες προβλέψεις του Δεκεμβρίου, όπως δείχνουν οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις.
Συγκεκριμένα, στη συνέντευξή του στο Politico ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι, σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις της Τράπεζας, η ελληνική οικονομία θα μεγεθυνθεί με ρυθμό 2,4% εφέτος και 2,5% ετησίως το 2023 και το 2024. Κατά τον τελευταίο γύρο των επίσημων προβλέψεων του Ιουνίου, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε εκτιμήσει ρυθμό ανάπτυξης 2,2% για το τρέχον έτος, 3,0% για το 2024 και 2,7% για το 2025.
Τα μεγέθη αυτά αποτυπώνουν σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας μετά την ισχυρή ανάκαμψη από την πανδημία. Το ΑΕΠ στο άλλοτε προβληματικό μέλος της Ευρωζώνης κατέγραψε άνοδο 8,4% το 2021 και 5,6% πέρυσι, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ανάκαμψη της τουριστικής ζήτησης μετά την πανδημία. Αλλά ακόμη και αν «κατεβάσει» ταχύτητα, η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τους περισσότερους εταίρους της στη ζώνη του ευρώ.
Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης διασφαλίζουν ότι ο λόγος χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδος θα συνεχίσει να μειώνεται δραστικά. Μετά την κορύφωσή του πολύ πάνω από 200%, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει πλέον διαμορφωθεί σε περίπου 165% και θα μειωθεί σε 144,7% έως το 2025, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπεται να δημοσιεύσει τις επίσημες προβλέψεις της στην τακτική Ενδιάμεση Έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική το Δεκέμβριο.
Στο 3,5% ο πληθωρισμός το 2024
Οι επικαιροποιημένες προβλέψεις δείχνουν επίσης ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί σε μια χαμηλότερη τροχιά. Η προκαταρκτική εκτίμηση για το 2023 παραμένει στο 4,3%, αλλά φαίνεται πλέον ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί σε 3,5% το 2024 και σε 2,2% το 2025, αντί 3,8% και 2,3% αντίστοιχα, όπως αναμενόταν στις προηγούμενες προβλέψεις.
Οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις της κεντρικής τράπεζας είναι ελαφρώς πιο απαισιόδοξες σε σχέση με τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Πιο μετά η μείωση των επιτοκίων
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι πιθανό να αρχίσει τις μειώσεις επιτοκίων πριν από τα μέσα του 2024, εκτίμησε ο κ. Στουρνάρας, την ώρα που οι αγορές προεξοφλούν μια πρώτη μείωση των επιτοκίων τον Απρίλιο.
«Οι τρέχοντες δείκτες των αγορών, που προεξοφλούν μείωση των επιτοκίων τον Απρίλιο, φαίνονται κάπως αισιόδοξοι», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως πιθανολογεί ότι η πρώτη μείωση των επιτοκίων θα γίνει στα «μέσα του επόμενου έτους» αν μέχρι τότε ο πληθωρισμός έχει φθάσει σε επίπεδο ελαφρώς κάτω του 3% και δείχνει συνεχή τάση μείωσης σε 2%.
«Σε ορισμένες χώρες, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών δέχθηκαν επικρίσεις σχετικά με την αξιοπιστία της πολιτικής τους, ότι έχασαν τη μάχη με τον πληθωρισμό από την αρχή», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας. «Αυτό μας δημιούργησε κάποιο φόβο μήπως ακουστούμε υπεραισιόδοξοι», ανέφερε, αλλά «δεν φοβάμαι να πω την άποψή μου. Εξέφρασα τις απόψεις μου στη Βουλή των Ελλήνων όταν η Αθήνα καιγόταν. Σήμερα αισθάνομαι πολύ πιο άνετα ώστε να μιλήσω για τις προοπτικές του πληθωρισμού και για τις μειώσεις των επιτοκίων.»
Ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ φαίνεται να συμμερίζεται την άποψή του για το χρονοδιάγραμμα μιας πρώτης μείωσης των επιτοκίων. «Η κυρία Λαγκάρντ υπονόησε ότι δεν μπορούμε να μειώσουμε τα επιτόκια τα δύο επόμενα τρίμηνα», είπε ο κ. Στουρνάρας, αναφερόμενος στην πρόσφατη ανεπίσημη επιστροφή στην παροχή καθοδηγητικών ενδείξεων (forward guidance). «Αυτό σημαίνει ότι στην αρχή του γ΄ τριμήνου του 2024 ίσως θα μπορούσαμε», πρόσθεσε. «Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία»
Ο κ. Στουρνάρας θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να επιδιωχθεί περαιτέρω αυστηροποίηση με χρήση άλλων εργαλείων. Ειδικότερα, αν η μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων που αποκτήθηκαν μέσω του προγράμματος PEPP ξεκινήσει νωρίτερα από το τέλος του 2024 που έχουμε προαναγγείλει με τις καθοδηγητικές μας ενδείξεις, «θα παραβούμε μια δέσμευση και αυτό θα έβλαπτε την αξιοπιστία μας και κατά συνέπεια την αποτελεσματικότητα της πολιτικής μας».
Tη Δευτέρα η κυρία Λαγκάρντ είπε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξετάσει αυτή την επιλογή στο «όχι τόσο μακρινό μέλλον».
Αισιοδοξία αλλά και ανησυχία για την Ευρωζώνη
Ο κ. Στουρνάρας παραμένει αισιόδοξος ότι η ΕΚΤ θα μπορέσει να οδηγήσει την οικονομία σε ομαλή προσγείωση. «Τα αρνητικά σενάρια που ακούγονταν πριν από ενάμιση χρόνο δεν έχουν επαληθευθεί», τόνισε. «Τα νούμερα δεν είναι εντυπωσιακά όσον αφορά την ανάπτυξη, αλλά… ο πληθωρισμός υποχωρεί, οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι σταθεροποιημένες γύρω στο 2% και μέχρι στιγμής οι ενδείξεις για δευτερογενείς πληθωριστικές επιδράσεις είναι περιορισμένες. Μέχρι στιγμής πάμε καλά.»
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Στουρνάρας επισήμανε ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες και φοβάται πιθανή επιδείνωση στο μέλλον.
Όταν τα επιτόκια αυξάνονται ταχύτερα από τους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας, παραδοσιακά αυτό είναι ένδειξη ότι θα έχουμε πρόβλημα, παρατήρησε ο κ. Στουρνάρας, ιδίως σε ένα περιβάλλον συνεχιζόμενων υψηλών γεωπολιτικών κινδύνων.
«Ο συνδυασμός αυτών των δύο δημιουργεί αφενός μια εκρηκτική κατάσταση για το δημόσιο χρέος και αφετέρου στασιμοπληθωρισμό», είπε ο κ Στουρνάρας. «Χρειαζόμαστε πολύ προσεκτικές παρεμβάσεις από πλευράς κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων.»
Οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να μείνουν έξω από τη μάχη για το κλίμα
Ο κ. Στουρνάραςυποστήριξε επίσης ότι οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να συμβάλουν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, απορρίπτοντας τις ανησυχίες ότι αυτό θα μπορούσε να τις εκθέσει σε υπερβολικές πολιτικές πιέσεις.
«Δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο όπου θα εφαρμοζόταν η αρχή του πλήρους διαχωρισμού αρμοδιοτήτων, με την έννοια ότι “η κυβέρνηση κάνει αυτό και οι κεντρικές τράπεζες ασχολούνται με τη σταθερότητα των τιμών”», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας σε συνέντευξή του στο POLITICO παραμονές της 28ης Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP28) στο Ντουμπάι. «Το εγχείρημα είναι τεράστιο και απαιτείται η συμμετοχή όλων.»
«Το κόστος της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ μεγάλο», τόνισε ο κ. Στουρνάρας. Σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και βασίστηκε σε μοντέλα – ήταν η πρώτη προσπάθεια από πλευράς μιας κεντρικής τράπεζας να ποσοτικοποιηθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής – οι ζημιές μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα εκτιμώνται περίπου σε 200 δισεκ. ευρώ. Στα δεκαπέντε χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η εμπειρία έχει «δικαιώσει» τις εκτιμήσεις αυτών των μοντέλων, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα.
Με βάση τα μοντέλα, το κόστος για την ελληνική οικονομία λόγω της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται σε 2,6 δισεκ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως, πολύ μεγαλύτερο από το εκτιμώμενο κόστος (1,7 δισεκ. ευρώ) που προξένησαν οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες που έπληξαν αυτή τη χώρα της Μεσογείου μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου του 2023.
Με αυτά τα αριθμητικά δεδομένα, είναι φυσικό ο κ. Στουρνάρας να υποστηρίζει σε όλους τους τόνους την ανάγκη για «πρασίνισμα» των χαρτοφυλακίων περιουσιακών στοιχείων που κατέχει η ΕΚΤ, κάτι που συνεπάγεται προτίμηση για τίτλους που έχουν εκδοθεί με ρητό σκοπό τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην πράσινη μετάβαση στην προσπάθεια αποδέσμευσης από τα ορυκτά καύσιμα.
Μια τέτοια ενέργεια από πλευράς της ΕΚΤ ενέχει και κάποιους κινδύνους, εξηγεί το Politico. Άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, όπως ο Βέλγος Διοικητής κ. Pierre Wunsch, έχουν αμφισβητήσει τη σκοπιμότητά της, θεωρώντας ότι πιθανόν θα ισοδυναμούσε με την επιβολή ενός πρόσθετου φόρου σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, επιπλέον όσων έχουν συμφωνηθεί από εκλεγμένα όργανα της πολιτείας (ο κ. Wunsch τονίζει ότι γενικώς στηρίζει «πλήρως» τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής).
Σε μια κίνηση που δείχνει παραστατικά πόσο γρήγορα οι πράσινες στρατηγικές και πολιτικές μπορούν να μετατραπούν σε πολιτικές πιέσεις, πάνω από δέκα ΜΚΟ με κοινή επιστολή τους ζήτησαν από τον βασιλιά του Βελγίου να μην ανανεώσει τη θητεία του κ. Wunsch και να διορίσει στη θέση του έναν διοικητή «που διαθέτει τα εφόδια για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής».
Ο κ. Στουρνάρας έχει αποτελέσει κι ο ίδιος στόχο πολιτικών επιθέσεων. Έχοντας βοηθήσει την Ελλάδα να ξεπεράσει την κρίση δημόσιου χρέους πριν από μια δεκαετία, τονίζει ότι οι δημόσιοι λειτουργοί πρέπει να μην πτοούνται από την κριτική και να την αντικρούουν με βάσιμα επιχειρήματα.
«Ο λαϊκισμός προσφέρει εύκολες απαντήσεις»
Αναφερόμενος στην αναβίωση του ευρωσκεπτικισμού, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε προβληματισμένος. «Ο λαϊκισμός προσφέρει εύκολες απαντήσεις», είπε, συγκρίνοντας την κατάσταση με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, το 2015.
«Ο λαός επέλεξε μια λύση που δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε. Μόνο πολύ αργότερα η χώρα συνειδητοποίησε πόσο χρόνο είχε χάσει», είπε ο κ. Στουρνάρας. Σήμερα, μια δεκαετία μετά, η Ελλάδα αποτελεί πλέον «success story»: Ανέκτησε πιστοληπτική αξιολόγηση στην επενδυτική βαθμίδα και καταγράφει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στη νομισματική ένωση. Αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις χωρίς τους Ευρωπαίους εταίρους της, είπε ο κ. Στουρνάρας και κατέληξε: «Όλες οι μεγάλες προκλήσεις που μπορώ να φανταστώ απαιτούν περισσότερη Ευρώπη, όχι λιγότερη».