Πολλαπλή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στα πεδία των επενδύσεων, των εξαγωγών, της αγοράς εργασίας, μέσω της κατάρτισης και της επανεκπαίδευσης των εργαζομένων, της έρευνας και της καινοτομίας, του περιβάλλοντος και της σύστασης του κράτους.
Αυτοί είναι οι βασικοί άξονες όπου επικεντρώνει την προσπάθειά της η κυβέρνηση, όπως αναδείχθηκαν μέσα από το Οικονομικό – Επιχειρηματικό Συνέδριο της «Ναυτεμπορικής», με τίτλο «Ανα-βαθμίζοντας την Ελλάδα». Με βασικούς ομιλητές τους υπουργούς Μεταφορών Χρήστο Σταϊκούρα, Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα, Εργασίας Άδωνι Γεωργιάδη και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομίας Νίκο Παπαθανάση, υπερτονίστηκε η προσπάθεια που καταβάλλεται στο πεδίο της βελτίωσης στους ανωτέρω τομείς.
Την έναρξη του Συνεδρίου πραγματοποίησε ο γενικός διευθυντής της «Ναυτεμπορικής» Σπύρος Κτενάς, ο οποίος υπογράμμισε ότι -παρά τις αντιξοότητες- η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να κινείται σε σωστό δρόμο. «Έχουμε δημοσιονομικά στοιχεία σε τάξη. Μακροοικονομικά μεγέθη σε ανάπτυξη, δείκτες εξωστρέφειας, επενδυτικές ροές σε ανάπτυξη, θετικό καταναλωτικό κλίμα, αυξημένα τουριστικά έσοδα. Με δύο λόγια, η ελληνική οικονομία εμφανίζει θετικές προσδοκίες» σημείωσε ο κ. Κτενάς.
Από την πλευρά του, ο Άδωνις Γεωργιάδης υπογράμμισε ότι ανέρχονται σε πάνω από 4 δισ. ευρώ τα κονδύλια που πρόκειται να εκταμιευθούν την επόμενη τετραετία για την πραγματοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης και επανεκπαίδευσης εργαζομένων, στο πλαίσιο της διά βίου μάθησης. Παράλληλα, αναφέρθηκε και σε παρεμβάσεις που θα γίνουν και αφορούν την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος και την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών, των νέων και των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας.
Ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας μίλησε για πέντε πυλώνες δράσης και πρωτοβουλιών, που βρίσκονται στον πυρήνα της πολιτικής της κυβέρνησης σε αυτόν τον νευραλγικό τομέα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται μικρά και μεγάλα έργα, ύψους 986 εκατ. ευρώ, ενίσχυση της ηλεκτροκίνησης με 65 εκατ. ευρώ, προμήθεια 250 νέων ηλεκτροκίνητων λεωφορείων, ανάπτυξη μοντέλου βιώσιμης αστικής κινητικότητας και εξασφάλιση κοινοτικής χρηματοδότησης για υλοποίηση νέων έργων και συντήρηση των υφιστάμενων.
Ο υπουργός Ανάπτυξης Κώστας Σκρέκας επισήμανε ότι ενώ η Ελλάδα ήταν το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, τώρα μετατράπηκε σε χώρα-πρότυπο. Η διαδικασία αναβάθμισης θα συνεχιστεί και θα επεκταθεί και σε ζητήματα ενέργειας, αλλά και σε logistics, εκτός όλων των άλλων.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Νίκος Παπαθανάσης δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι μπορεί η κυβέρνηση να έχει πρόγραμμα 4ετίας, αλλά ταυτόχρονα έχει και σχέδιο 10ετίας. Με εκτίμηση για ανάπτυξη το 2024 στο 2,9%, που θα είναι υπερδιπλάσια της Ευρώπης, η χώρα συνεχίζει, κατά τον κ. Παπαθανάση, μια «ορθή δημοσιονομική πολιτική παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζει πολύ σημαντικές κρίσεις».
Από την αντιπολίτευση συμμετείχαν στο Συνέδριο με ξεχωριστές παρεμβάσεις ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης και το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ Πάρις Κουκουλόπουλος.
Ο κ. Κασσελάκης, αφού αναφέρθηκε στη δική του εμπειρία από τους κλάδους της ναυτιλίας και των αγορών, τόνισε την ανάγκη ανθρωποκεντρικής πολιτικής, ώστε να μπορούμε να «μιλάμε για αναβάθμιση». Αναφέρθηκε εκτενώς στα πολλαπλά προβλήματα που έχει διαπιστώσει στους χώρους της Υγείας, με τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό, αλλά και της Παιδείας, ενώ υπογράμμισε ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ η Ελλάδα είναι ουραγός της Ε.Ε. και στον τομέα των επενδύσεων.
Ο κ. Κουκουλόπουλος, από την πλευρά του, μίλησε για τον όρο «ενεργειακή δημοκρατία», τονίζοντας ότι ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς είναι «κοινωνικά άδικος, αναπτυξιακά ανεπαρκής και με άγνοια κινδύνου». Πρόσθεσε επίσης πως η χρονιά-ορόσημο είναι το 2032 και έως τότε η κυβέρνηση πρέπει να λειτουργεί με τη «μέθοδο της κλεψύδρας», γιατί ο χρόνος ανοχής της Ε.Ε. προς τη χώρα μας, όταν και θα έχει χαμηλή αποπληρωμή χρέους, τελειώνει.
Στο Συνέδριο υπήρξαν ξεχωριστά πάνελ για τους τομείς της επενδυτικής βαθμίδας και των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να ακολουθήσουν, για την ενεργειακή και κλιματική κρίση και την ποιοτική αναβάθμιση των υποδομών, για την εκπαίδευση που «συναντά» το εργασιακό περιβάλλον και για τις επιχειρήσεις που προσπαθούν να επενδύσουν σε μια αγορά που αναζητά καινοτομία, ταχύτητα και ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα.