Σε τροχιά μείωσης έως και 20% κινούνται αυτές τις μέρες οι τιμές παραγωγού στο ελαιόλαδο στις δημοπρασίες που πραγματοποιούνται σε όλη την επικράτεια, γεγονός που δημιουργεί ψήγματα αισιοδοξίας ότι το ανατιμητικό κρεσέντο στις τελικές τιμές καταναλωτή, που μετράει 30 μήνες σερί, δύναται να επιβραδυνθεί.
Βαρόμετρο για την πορεία των τιμών στο ελαιόλαδο είναι ο Φεβρουάριος, όταν και θα διαφανούν οι προοπτικές ανθοφορίας στην Ισπανία για τη νέα ελαιοκομική περίοδο, οι οποίες στον βαθμό που είναι θετικές θα «υποθηκεύσουν» την αρχή της αποκλιμάκωσης των τιμών διεθνώς.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία από τις δημοπρατήσεις που πραγματοποιήθηκαν μέχρι και τις 24 Νοεμβρίου, η διαφαινόμενη τάση υποχώρησης που καταγράφηκε ήδη από τον Οκτώβριο φαίνεται ότι διατηρείται. Αυτή την περίοδο οι τιμές παραγωγού δια- μορφώνονται σε ένα εύρος από 7 έως 7,70 ευρώ/κιλό στην Κρήτη και σε 7,2 – 8 ευρώ/κιλό στην Πελοπόννησο και στα νησιά.
Οι τιμές αυτή την περίοδο καταγράφουν υποχώρηση έως και 20% σε σχέση με το peak των 9,2 ευρώ/κιλό που είχαν αγγίξει στις δημοπρασίες στη Λακωνία στις αρχές Οκτωβρίου.
Όπως υποστηρίζουν παράγοντες της αγοράς, «οι τιμές διαμορφώνονται μέρα με τη μέρα όσο προ- χωρά η συγκομιδή για το φρέσκο λάδι, με τη γενική, ωστόσο, τάση να τείνει σε χαμηλότερες τιμές».
Σημαντική παράμετρος που επηρεάζει το «χρηματιστήριο» του ελαιόλαδου αποτελεί αφενός η πορεία της εγχώριας παραγωγής, με τις περισσότερες ελαιοπαραγωγικές περιοχές να βρίσκονται αυτή την περίοδο στην έναρξη της συγκομιδής, αφετέρου το γεγονός ότι η κατανάλωση έχει καταγράψει αρνητικά ρεκόρ το τελευταίο διάστημα.
Αναφορικά με την παραγωγή της ελαιοκομικής περιόδου 2023/24 στη χώρα μας υπολογίζεται ότι θα διαμορφωθεί στους 160.000 τόνους, από 350 χιλ. τόνους την περίοδο 2022/23 και 160 χιλ. τόνους την περίοδο 2021/22.
Η Κομισιόν
Οι εκτιμήσεις της Κομισιόν είναι λίγο πιο αισιόδοξες, καθώς αναμένει ότι η απόδοση της Ελλάδας σε ελαιόλαδο θα μειωθεί κατά 20% την καλλιεργητική περίοδο 2023/24.Η Κομισιόν εκτιμά ότι οι εννέα παραγωγικές χώρες του μπλοκ των 27 μελών θα αποδώσουν συνολικά 1,5 εκατ. τόνους ελαιόλαδου κατά την καλλιεργητική περίοδο 2023/24.
Ως αποτέλεσμα μιας ακόμα συγκομιδής κάτω του μέσου όρου και της τρέχουσας έλλειψης στην αγορά, οι τιμές του ελαιόλαδου είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλές.
Σύμφωνα με την έκθεση βραχυπρόθεσμων γεωργικών προοπτικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι συνθήκες αυτές θα επηρεάσουν σημαντικά την κατανάλωση ελαιόλαδου στην Ευρώπη.
Εάν επαληθευτεί η εκτίμηση της Ε.Ε., η παραγωγή κατά την καλλιεργητική περίοδο 2023/24 θα είναι 9% πάνω από το ιστορικό χαμηλό της προηγούμενης περιόδου, όταν παρήχθησαν 1,384 εκατ. τόνοι. Μεταξύ 2017/18 και 2021/22, η Ε.Ε. παρήγαγε κατά μέσο όρο 2,13 εκατομμύρια τόνους ελαιόλαδου ετησίως.
Η κατανάλωση
Σχετικά με την πορεία της εγχώριας κατανάλωσης -που αποτελεί καθοριστική παράμετρο για την πορεία των τιμών-, δεδομένων της σημαντικής διάθεσης χύμα ελαιόλαδου και των περιορισμένων στοιχείων για τις επιδόσεις των επώνυμων τυποποιημένων προϊόντων στο ράφι, οι εκτιμήσεις της αγοράς κάνουν λόγο για διψήφιο ποσοστό πτώσης στους όγκους πωλήσεων τους τελευταίους μήνες. Ορισμένοι τοποθετούν τη μείωση της κατανάλωσης στο 20%.
Εξάλλου ήδη στη διάρκεια της δεκαετούς ύφεσης η κατανάλωση στο ράφι είχε υποχωρήσει σε 12 χιλ. τόνους τυποποιημένου ελαιόλαδου από περίπου 30 χιλ. προ οικονομικής κρίσης.
Το ανατιμητικό κρεσέντο στις τιμές ελαιόλαδου, που ήδη μετρά 30 μήνες, ξεκίνησε με πολύ ήπιο ρυθμό τον Μάιο του 2021, όταν οι αυξήσεις στον δείκτη τιμών καταναλωτή κινήθηκαν στο επίπεδο του 1,1% σε ετήσια βάση. Σε σχέση με τον Μάιο του 2021, τον Οκτώβριο του 2023 η αύξηση διαμορφώνεται στο 90,7%, με βάση τις μετρήσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Οι τιμές παραγωγού, σύμφωνα με τον δείκτη εκροών της ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο Μάιος 2021 έως και Σεπτέμβριος 2023 (σ.σ.: δεν έχουν δημοσιευθεί τα στοιχεία Οκτωβρίου) εμφανίζουν αύξηση 151%. Στο ράφι, με βάση τα στοιχεία του e-katanalotis (24/11/2023) το ένα λίτρο παρθένο ελαιόλαδο των δύο ισχυρότερων εγχώριων σημάτων διατίθεται στα σούπερ μάρκετ σε εύρος τιμής από 11,20 έως και 16,72 ευρώ, με τη μέση τιμή να διαμορφώνεται σε 13,9 ευρώ/λίτρο.
Σημαντικός παράγοντας η ζήτηση
Τον Νοέμβριο του 2021 η μέση τιμή στο παρθένο ελαιόλαδο στο ράφι ήταν 7,46 ευρώ, ενώ τον Νοέμβριο του 2022 δεν ξεπερνούσε τα 8,5 ευρώ. Σε σχέση με το 2021 η μέση τελική τιμή στο ράφι έχει αυξηθεί κατά 85,5%. Όπως υποστηρίζουν μιλώντας στη «Ν» εκπρόσωποι του κλάδου, «σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της πορείας των τελικών τιμών κανείς δεν είναι σε θέση να κάνει προβλέψεις. Σημαντικός παράγοντας που θα κρίνει την πορεία τους είναι η ζήτηση. Η τάση εξισορρόπησης στις τιμές παραγωγού δεν σηματοδοτεί αυτόματα υποχώρηση των τελικών τιμών, ωστόσο μπορεί να αποτελεί την αρχή μιας επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης και δυνητικής σταθεροποίησης». Οι ίδιοι εκτιμούν ότι για τους προσεχείς μήνες οι τελικές τιμές ελαιόλαδου θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα, ενώ αν δεν αλλάξει κάτι ως προς τη ζήτηση διεθνώς και δη στη Μεσόγειο, η τάση αυτή θα παραμείνει.
Καθοριστική η ισπανική παραγωγή
Η παραγωγή της Ισπανίας είναι αυτή που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των τιμών, εάν δηλαδή η ισπανική παραγωγή επανέλθει στα επίπεδα του 1,3-1,5 εκατ. τόνους, τότε θα υπάρξει εξισορρόπηση σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, σε διαφορετική περίπτωση τα ανατιμητικά ράλι θα συνεχιστούν. Σημειώνεται ότι συνολικά η εγχώρια κατανάλωση διαμορφώνεται σε 110-120 χιλ. τόνους, με την κατά κεφαλήν κατανάλωση να έχει υποχωρήσει σε 10,3 κιλά ανά άτομο έναντι 11,4 κιλών της Ισπανίας, που έχει την 1η θέση παγκοσμίως. Η χύμα διάθεση στην εγχώρια αγορά υπολογίζεται σε 70.000-80.000 τόνους, ενώ στους 60-100 χιλ. τόνους ανέρχονται οι εξαγωγές χύμα ελαιόλαδου. Οι επιδόσεις στα διεθνή ράφια για τα τυποποιημένα ελληνικά ελαιόλαδα αφορούν μόλις 40 χιλ. τόνους.