«Όταν η Γερμανία ως η μεγαλύτερη οικονομία στην Ε.Ε. έχει οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα επηρεάζει συνολικά την Ε.Ε.». Αυτή η δήλωση ανήκει στον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις με αφορμή την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου στην Καρλσρούη που έκρινε ως αντισυνταγματική την αλλαγή και τη μεταφορά κεφαλαίων ύψους 60 δισ. ευρώ που είχαν δοθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας στο Ταμείο για το Κλίμα.
Μία εξέλιξη καθόλου ευχάριστη αν σκεφθεί κανείς το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η Γερμανία, ως η ισχυρότερη οικονομία στην Ε.Ε., στις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.
Πέρα από τα προβλήματα που δημιουργούνται στην κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας καθώς το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε απόφαση για «πάγωμα» του προϋπολογισμού για τις δαπάνες όλων των υπουργείων, μένει να ξεκαθαρίσει το τοπίο προκειμένου να βρει διέξοδο στην κρίση που έχει προκύψει για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Το Βερολίνο αναζητά πλέον επειγόντως 60 δισ. ευρώ, χωρίς μέχρι στιγμής να γνωρίζει κανείς πού θα βρεθούν. Μία απόφαση θα μπορούσε να ληφθεί τις επόμενες ημέρες, χωρίς ωστόσο μέχρι στιγμής να υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
Μέχρις ότου να ληφθούν οριστικές αποφάσεις στον κυβερνητικό συνασπισμό της χώρας, οι συζητήσεις – διαβουλεύσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας φαίνεται να έχουν «παγώσει» εν μέρει.
Πιθανή η παράταση των διαπραγματεύσεων
Άλλωστε το ενδεχόμενο να παραταθούν οι διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του έτους άφησε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας στην ΕΡΤ. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά «υπάρχει μία συγκρατημένη αισιοδοξία. Υπήρξε μία απόφαση του ομοσπονδιακού γερμανικού δικαστηρίου που μπέρδεψε ίσως τα πράγματα. Η Ελλάδα, έτσι κι αλλιώς, ανεξάρτητα από το ποιοι θα είναι οι δημοσιονομικοί κανόνες στην Ε.Ε., έχει δεσμευθεί ότι θα προχωρήσει σε ένα δρόμο δημοσιονομικής σοβαρότητας, γιατί είναι αναγκαία προϋπόθεση για να έχουμε χαμηλά επιτόκια, να έρχονται επενδύσεις στην Ελλάδα και να προχωρήσουμε μπροστά».
Όπως σημείωναν στην «Ν» πηγές με γνώση των συζητήσεων, πολλά θα εξαρτηθούν από το «μείγμα» πολιτικής που θα ακολουθήσει η Γερμανία στο εσωτερικό της χώρας ώστε να καθορίσει και τη στάση που θα κρατήσει στο μέτωπο των συζητήσεων γύρω από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Τυχόν «δύσκολες» αποφάσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας ενδεχομένως να οδηγήσουν σε μια πιο σκληρή στάση γύρω από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Ακόμα και τότε όμως υπάρχει ο αντίλογος καθώς οι πιο «ευαίσθητες» δημοσιονομικά χώρες θα μπορέσουν να υποστηρίξουν ότι αν ένα κράτος-μέλος πρέπει να εφαρμόσει μία σκληρή δημοσιονομική πολιτική αυτό δεν σημαίνει ότι την ίδια τακτική θα πρέπει να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα.
Η βασική διαφωνία
Άλλωστε είναι γνωστή η διαφωνία εντός της Ε.Ε. μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου για το κατά πόσο θα υπάρξουν κοινοί ποσοτικοί στόχοι για τη μείωση του χρέους για όλες τις χώρες-μέλη. Η βασική διαφωνία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είναι για το αν θα πρέπει να υπάρχουν “αυτοματισμοί” όπως και στο υφιστάμενο Σύμφωνο Σταθερότητας ή όχι. Η Γαλλία θεωρεί ότι αυτοματισμοί όπως ο κανόνας της ετήσιας μείωσης του 1/20 για τις χώρες με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ έφεραν πολιτικές λιτότητας και οικονομική επιβράδυνση, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Γι’ αυτό και θα πρέπει το σύστημα αξιολόγησης να γίνει πιο ευέλικτο και προσαρμοσμένο στον οικονομικό κύκλο κάθε χώρας. Από την άλλη, η Γερμανία θέλει οπωσδήποτε να υπάρχει συγκεκριμένος στόχος για την ετήσια μείωση του χρέους κατά τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ και άμεσες διορθώσεις από το κράτος-μέλος που θα έχει έλλειμμα πάνω από το 3% του ΑΕΠ.
Αυτά ισχύουν μέχρι τώρα, καθώς πλέον πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που θα διαχειριστεί ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας το όλο ζήτημα. Μέχρι λοιπόν να υπάρξουν περαιτέρω διευκρινίσεις από το συνταγματικό δικαστήριο σχετικά με το φρένο χρέους στον βασικό νόμο και τη νομιμότητα των δανείων στη Γερμανία είναι πιθανό να υπάρξουν συνέπειες τόσο στον τρέχον προϋπολογισμό όσο και στον προϋπολογισμό του 2024, ο οποίος πρόκειται να εγκριθεί αυτή την εβδομάδα.
Δεν είναι τυχαία μάλιστα η τοποθέτηση του Βάλτνις Ντομπρόβσκις που δηλώνει συγκρατημένα αισιόδοξος για επίτευξη συμφωνίας για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες έως το τέλος του έτους. «Είμαι μάλλον αισιόδοξος για την ολοκλήρωση των συζητήσεων. Υπάρχει αποδοχή για την ανάγκη ενός νέου πλαισίου με μεγαλύτερη ευελιξία για τα κράτη-μέλη αλλά και αυστηρότερη επιβολή».
Το χρονοδιάγραμμα για να υιοθετηθούν οι νέες αλλαγές, όποτε αποφασιστούν, είναι σφιχτό, με ορόσημο πριν τον Απρίλιο καθώς το Ευρωκοινοβούλιο θα διακόψει τις εργασίες του λόγω των ευρωεκλογών.