Την έντονη αντίθεσή της στο φορολογικό νομοσχέδιο διατυπώνει η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, παραθέτοντας 5+1 ερωτήσεις και απαντήσεις που – όπως τονίζει – «αποκαθιστούν την αλήθεια» για το λιανικό εμπόριο και τα νέα τεκμήρια φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών.
Η ΕΣΕΕ επισημαίνει ειδικότερα πως οι ατομικές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου εμπίπτουν ήδη σε ένα πλέγμα εξονυχιστικών τεχνικών ελέγχου και ηλεκτρονικής παρακολούθησης των εισοδημάτων τους, που καθιστά εκ των προτέρων αδύνατη όποια σκέψη φοροδιαφυγής. Εκτιμά ακόμη πως «η αποτυχία των προωθούμενων αλλαγών να περιορίσει τη σκιώδη οικονομία και να φορολογήσει δίκαια τους ελεύθερους επαγγελματίες «πρέπει να θεωρείται δεδομένη». Όπως προειδοποιεί, η χρήση των άδικων και παρωχημένων εισοδηματικών τεκμηρίων «θα προκαλέσει μεγαλύτερες στρεβλώσεις», ενώ «θα προκληθεί τεράστια αιμορραγία δημοσιονομικών εσόδων από τα υπέρμετρα φορολογικά βάρη που θα προκύψουν για όσους έχουν ήδη μηδαμινή ρευστότητα και οι οποίοι θα αναγκαστούν να διακόψουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα».
Αποκρούει παράλληλα το επιχείρημα του οικονομικού επιτελείου πως «ένας ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να δηλώνει μικρότερα εισοδήματα από έναν υπάλληλο του ιδιωτικού τομέα που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό» σημειώνοντας πως «τέτοιες λανθασμένες γενικεύσεις διατυπώνουν όσοι βρίσκονται εκτός πραγματικής οικονομίας και δεν έχουν γνώση των κινδύνων που συνεπάγεται η ανάληψη επιχειρηματικής πρωτοβουλίας».
Η Συνομοσπονδία χαρακτηρίζει επίσης απόλυτα δικαιολογημένες τις έντονες αντιδράσεις από φορείς της αγοράς επί του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων πως «τα άρθρα 10 – 18 είναι πισωγύρισμα στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της φορολογικής διοίκησης, καθώς παραπέμπουν στα άδικα και παρωχημένα τεκμήρια διαβίωσης αλλά και στην παράλογη θέσπιση του τέλους επιτηδεύματος».
Ακολουθούν αναλυτικά οι πέντε ερωτήσεις και απαντήσεις της ΕΣΕΕ:
1. Γιατί το λιανικό εμπόριο ζητάει να εξαιρεθεί από το νέο φορολογικό σ/ν και τον τεκμαρτό υπολογισμό ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος;
Οι Ατομικές επιχειρήσεις Λιανικού εμπορίου εμπίπτουν ήδη σε ένα πλέγμα εξονυχιστικών άμεσων και έμμεσων τεχνικών ελέγχου και ηλεκτρονικής παρακολούθησης των εισοδημάτων τους, που καθιστά εκ των προτέρων αδύνατη όποια σκέψη φοροδιαφυγής. Η καθολική εγκατάσταση POS και ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κλάδου είναι τρανή και αδιαμφισβήτητη απόδειξη. Επιπλέον, είναι πλήρως εναρμονισμένες με το καθεστώς των Ηλεκτρονικών βιβλίων/”MyData” και της πληθώρας των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά, με αποτέλεσμα οι φοροελεγκτικοί μηχανισμοί να έχουν ανά πάσα στιγμή πλήρη εικόνα για τα πραγματικά τους οικονομικά μεγέθη και πιθανές παρατυπίες τους.
Συνεπώς και από τη στιγμή που ο κλάδος του Λιανικού είναι από τους πρώτους που εφαρμόζονται ήδη τα πλέον σύγχρονα εργαλεία ανίχνευσης και πάταξης της φοροδιαφυγής, ποιος ο λόγος προτίμησης της οριζόντιας λύσης των τεκμαρτών κερδών; Η εμμονή της Φορολογικής διοίκησης σε αναχρονιστικές μεθόδους έμμεσου και κατά προσέγγιση υπολογισμού των εισοδημάτων ακυρώνει το εκσυγχρονιστικό και καινοτόμο έργο που η ίδια ευαγγελίζεται.
2. Πόσο πιθανό είναι το υπό διαβούλευση φορολογικό σ/ν να επιτύχει τους αντικειμενικούς του στόχους; Να περιορίσει δηλαδή τη σκιώδη οικονομία και να φορολογήσει δίκαια τους ελεύθερους επαγγελματίες;
Η αποτυχία των προωθούμενων αλλαγών πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η χρήση των άδικων και παρωχημένων εισοδηματικών τεκμηρίων θα προκαλέσει μεγαλύτερες στρεβλώσεις, συνιστώντας παράλληλα αντικίνητρο ανάληψης νόμιμων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Σε κάθε περίπτωση θα προκληθεί τεράστια αιμορραγία δημοσιονομικών εσόδων, τόσο από τα υπέρμετρα φορολογικά βάρη που θα προκύψουν για όσους έχουν ήδη μηδαμινή ρευστότητα και οι οποίοι θα αναγκαστούν να διακόψουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα αλλά και για όσους επιχειρηματίες δηλώνουν ήδη πάνω από προβλεπόμενο όριο των 10.920€ και οι οποίοι θα δελεαστούν να αποκρύψουν τα πραγματικά τους εισοδήματα. Επιπλέον, πολλοί Ελ. Επαγγελματίες θα απενεργοποιήσουν τον ΑΦΜ τους προβαίνοντας σε διακοπή εργασιών και θα περάσουν εξ’ ολοκλήρου στη «μαύρη» οικονομία.
3. Οι καινοτομίες του νέου συστήματος, όπως η διασύνδεση με τον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα αλλά και η προσαύξηση του εισοδηματικού κριτηρίου με τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης δεν κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση;
Κάθε άλλο. Το ελάχιστο ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα των 10.920 ευρώ έχει προκύψει από αναγωγή του Κατώτατου μισθού σε 14 και όχι 12 μισθούς, κάτι το οποίο είναι λανθασμένο, καθώς οι Αυτοαπασχολούμενοι και Εργοδότες δεν λαμβάνουν 2 επιπρόσθετους μισθούς ανά έτος, όπως οι Ιδιωτικοί υπάλληλοι. Επιπροσθέτως, το προαναφερθέν ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα που ισοδυναμεί με το φορολογητέο εισόδημα, έχει υπολογιστεί βάσει των μεικτών και όχι των καθαρών – όπως θα έπρεπε – αποδοχών του Κατώτατου μισθού. Όσον αφορά στο κριτήριο παλαιότητας, είναι ό,τι πιο παράλογο έχει επινοηθεί εδώ και αρκετά χρόνια, καθώς αντί να επιβραβεύει τιμωρεί έτι περαιτέρω εκείνες τις επιχειρήσεις που έχουν υποστεί τα δεινά αλλεπάλληλων κρίσεων (οικονομική, υγειονομική και προσφάτως ενεργειακή/ακρίβεια).
4. Είναι σωστός ο ισχυρισμός των ιθυνόντων του υπουργείου πως ένας ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να δηλώνει μικρότερα εισοδήματα από έναν υπάλληλο του ιδιωτικού τομέα που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό;
Φυσικά και όχι. Τέτοιες λανθασμένες γενικεύσεις διατυπώνουν όσοι βρίσκονται εκτός πραγματικής οικονομίας και δεν έχουν γνώση των κινδύνων που συνεπάγεται η ανάληψη επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Σε αντίθεση με τη μισθωτή εργασία όπου οι αποδοχές είναι εκ των προτέρων γνωστές, η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας δεν εγγυάται τίποτα, πόσο δε μάλλον ένα ελάχιστο ποσοστό κέρδους. Με λίγα λόγια, ο καθορισμός της ζήτησης είναι μία πολύπλοκη διαδικασία με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορεί να διαταχθεί, ακόμη και αν οι ώρες εργασίας είναι πολύ περισσότερες από τις αντίστοιχες ενός Μισθωτού. Συνεπώς, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση αλλά ούτε και καχυποψία στους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς η δήλωση ζημιών και χαμηλών προς φορολόγηση κερδών.
5. Η υπέρμετρη αύξηση του φόρου εισοδήματος είναι η μοναδική επιβάρυνση που προβλέπεται στο σ/ν για τους ελεύθερους επαγγελματίες;
Δυστυχώς όχι. Από τη στιγμή που θα λαμβάνεται ως πραγματικό και συνεπώς φορολογητέο εισόδημα το τεκμαρτό, προκύπτει μείζον ζήτημα και με τον απαιτούμενο αριθμό των ηλεκτρικών αποδείξεων που θα πρέπει να συγκεντρώνουν οι Ελ. Επαγγελματίες. Η οριζόμενη αναδρομική ισχύς των διατάξεων υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να πραγματοποιούν δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα, ίσες με το 30% όχι των εισοδημάτων που δηλώνουν αλλά των τεκμαρτών τους, ειδάλλως θα επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 22% επί των παρατηρούμενων ποσών αποκλίσεων. Αυτό σημαίνει πως μία επιχείρηση με 6 έτη λειτουργίας θα πρέπει να συγκεντρώνει κατ’ ελάχιστο 3.276€/έτος, ποσό που προσαυξάνεται για επιχειρήσεις με 7 έτη λειτουργίας και πάνω. Το χειρότερο όμως είναι πως οι απαιτούμενες συναλλαγές με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να διενεργηθούν εντός των προσεχών 40 ημερών, μέχρι δηλαδή τη λήξη του 2023, εξαιτίας της οριζόμενης αναδρομικότητας του μέτρου.
6. Είναι δικαιολογημένες οι έντονες διαμαρτυρίες και αντιδράσεις από φορείς της αγοράς και κλάδους ελευθέρων επαγγελματιών επί του υπό διαβούλευση σ/ν;
Απόλυτα. Τα άρθρα 10 – 18 του Σ/Ν είναι πισωγύρισμα στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της φορολογικής διοίκησης, καθώς παραπέμπουν στα άδικα και παρωχημένα τεκμήρια διαβίωσης αλλά και στην παράλογη θέσπιση του τέλους επιτηδεύματος, τα οποία όμως εξακολουθούν να ισχύουν έως και σήμερα. Τα εν λόγω άρθρα, προσδίδουν οπισθοδρομικό αντί καινοτόμο χαρακτήρα στο νέο φορολογικό σύστημα, οδηγώντας στον εν γένει στιγματισμό ως Φοροφυγάδων πληθώρας επαγγελματικών κλάδων και επιτηδευματιών. Το χειρότερο όμως είναι πως θέτει υπό αμφισβήτηση την ακεραιότητα αλλά και την αξιοπρέπεια χιλιάδων συνεπών φορολογουμένων, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται κοντά στο όριο της συνταξιοδότησης αλλά είναι πιθανό να την στερηθούν, εξαιτίας της αδυναμίας ανταπόκρισης στα φορολογικά χρέη που αναμένεται να συσσωρεύσουν. Ο αναδρομικός χαρακτήρας και η – στην πραγματικότητα – μη βούληση ή ομολογία αδυναμίας πάταξης της φοροδιαφυγής στους 20 πιο επιρρεπείς και σαφώς οριζόμενους από την ίδια τη Φορολογική διοίκηση οικονομικούς κλάδους/επαγγέλματα, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται το Λιανικό εμπόριο, καθιστούν απόλυτα δικαιολογημένη την αγανάκτηση και το αίσθημα αδικίας των πληττόμενων.