«Φωτιά» εντός και εκτός συνόρων βάζουν οι έκτακτες εισφορές στο φυσικό αέριο, σε μια περίοδο έντονης αστάθειας στις τιμές ενέργειας: Ο λόγος για τον πολυσυζητημένο φόρο 10 ευρώ/MWh που έχει θεσπίσει η βουλγαρική κυβέρνηση στο ρωσικό αέριο που μεταφέρεται δια του εδάφους της μέσω του TurkStream και καταλήγει σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα…) και για την ελληνική έκτακτη εισφορά στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για ηλεκτροπαραγωγή, ένα από τα μέτρα που θεσπίστηκαν στο ζενίθ της ενεργειακής κρίσης και προκαλεί προβλήματα στην εγχώρια αγορά, όπως εκτιμούν παράγοντες.
Στη Βουλγαρία, ο φόρος 10% που θέσπισε η βουλγαρική κυβέρνηση στη διαμετακόμιση ρωσικού φυσικού αερίου έχει προκαλέσει «πολιτειακό εμφύλιο πόλεμο», -πέραν της αντίδρασης της Κομισιόν αλλά και της έντονης δυσαρέσκειας που εξέφρασαν οι κυβερνήσεις της Σερβίας και της Ουγγαρίας- αφού ο πρόεδρος της χώρας Ρούμεν Ράντεφ προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο κατά του μέτρου, υποστηρίζοντας -μεταξύ άλλων- ότι παραβιάζει σειρά άρθρων του βουλγαρικού συντάγματος και απειλεί να οδηγήσει σε χρεοκοπία τον Διαχειριστή του Συστήματος Φυσικού Αερίου της χώρας Bulgartransgaz.
Στο αίτημά του προς τους συνταγματικούς δικαστές, ο αρχηγός του κράτους αναφέρει ότι έχουν παραβιαστεί μια σειρά από διατάξεις που κατοχυρώνονται στο βουλγαρικό Σύνταγμα. Η επίμαχη ρύθμιση δεν συνάδει με την αρχή της νομιμότητας των φόρων και τελών, αφού η νομική φύση της νεοεισαχθείσας «εισφοράς» και αν αντιπροσωπεύει φόρο, τέλος ή εισφορά εν είναι εξαρχής σαφές.
Σημειώνεται επίσης ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ βρίσκονται σε τελωνειακή ένωση μεταξύ τους και έχει επιβληθεί απαγόρευση όχι μόνο στους τελωνειακούς δασμούς μεταξύ των κρατών μελών, αλλά και στη μονομερή επιβολή «όλων των επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος με δασμό». Οι σχέσεις των κρατών μελών της ΕΕ με τρίτες χώρες υπόκεινται στο Κοινό Δασμολόγιο, το οποίο καθορίζει το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέλος, το καθεστώς κυρώσεων της ΕΕ σε βάρος της Ρωσίας δεν προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν πρόσθετους περιορισμούς από μόνα τους.
«Αντικίνητρο» η έκτακτη εισφορά στην Ελλάδα
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, η έκτακτη εισφορά στο φυσικό αέριο για την ηλεκτροπαραγωγή που είχε επιβληθεί αφενός ως «αντικίνητρο» για τη χρήση του καυσίμου στην κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης, αφετέρου ως εργαλείο άντλησης επιπλέον εσόδων για το Ταμείο της Ενεργειακής Μετάβασης προκαλεί προβληματισμό σε κύκλους της αγοράς.
Οι κύκλοι αυτοί τονίζουν ότι είναι επιτακτική ανάγκη η κατάργησή της -μαζί με τα υπόλοιπα έκτακτα και προσωρινά μέτρα που θεσπίστηκαν στη χονδρική και λιανική αγορά ηλεκτρισμού- την 31η Δεκεμβρίου 2023. Όπως εξηγούν, η εν λόγω εισφορά (5% επί της τιμής του TTF) αυξάνει την τιμή στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού της Ελλάδας και αυτό συνεπάγεται αυξήσεις στη λιανική αγορά, δηλαδή στα τιμολόγια ρεύματος που πληρώνουν όλοι οι καταναλωτές.
Στους καταναλωτές το βάρος
Εάν δεν καταργηθεί το μέτρο στο τέλος του έτους, οι αυξήσεις των τιμολογίων θα «περνούν» πλέον απευθείας στους τελικούς καταναλωτές από την 1η Ιανουαρίου, καθώς δεν θα υπάρχουν οριζόντιες επιδοτήσεις στους λογαριασμούς που να απορροφούν μέρος των ανατιμήσεων.
Tο μέτρο έχει επίσης δημιουργήσει σημαντική στρέβλωση στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού διότι αυτή καθίσταται τεχνηέντως ακριβότερη από τις γειτονικές αγορές. Κάτι που «μεταφράζεται» σε στρέβλωση του διασυνοριακού εμπορίου εντός της ΕΕ και αύξηση των εισαγωγών στην Ελλάδα εις βάρος της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρισμού.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας κατέγραψαν σημαντική αύξηση 13,1% σε ετήσια βάση. Περαιτέρω, η έκτακτη εισφορά θίγει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο, έναντι των μονάδων της ίδιας τεχνολογίας που βρίσκονται σε άλλες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επειδή ακριβώς μειώνεται η παραγωγή ηλεκτρισμού από ελληνικές μονάδες φυσικού αερίου και αυξάνεται από λιγότερο αποδοτικές μονάδες αερίου σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι εκπομπές CO2 στην Ευρώπη αυξάνονται αφού για την ίδια ποσότητα παραγόμενου ηλεκτρισμού χρησιμοποιείται περισσότερη ποσότητα ορυκτού καυσίμου.
Οι πηγές της αγοράς σημειώνουν ακόμα ότι η διατήρηση της εισφοράς δεν θα είχε νόημα ούτε από εισπρακτικής πλευράς, καθώς τα όποια έσοδα θα προέκυπταν για το ΤΕΜ θα είναι μικρότερα από την επιβάρυνση που προκαλείται σε όλους τους καταναλωτές ρεύματος.
Τέλος, ως «κερασάκι στην τούρτα» των προβλημάτων που προκαλεί το μέτρο αυτό είναι ότι η αύξηση των εισαγωγών στην Ελλάδα δημιουργεί πολλές φορές πρόβλημα και στην παραγωγή των ΑΠΕ αφού καλύπτει μέρος της ζήτησης που αλλιώς θα καλύπτονταν εκείνες τις ώρες από ανανεώσιμο ηλεκτρισμό, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται ο Διαχειριστής Συστήματος να προβαίνει σε περικοπές «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής.