Ξεμπλοκάρει η διαδικασία έκδοσης φορολογικής ενημερότητας για όσους έχουν οφειλές στην εφορία. Ωστόσο θα γίνεται με το «αζημίωτο».
Η ΑΑΔΕ τις επόμενες ημέρες θα δίνει τη δυνατότητα στους φορολογούμενους που θέλουν να προχωρήσουν σε μεταβίβαση ακινήτου ή να εισπράξουν χρήματα και χρειάζεται να λάβουν φορολογική ενημερότητα να το κάνουν ψηφιακά μέσω του MyAADE με κλιμακωτή όμως παρακράτηση στο ποσό του χρέους.
Δηλαδή θα παρακρατείται κλιμακωτά ποσοστό από τα χρήματα που θα εισπράξει ο φορολογούμενος ή από το τίμημα σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου, ανάλογα με το ύψος των χρημάτων που θα εισπράξει.
Υπενθυμίζεται ότι στην περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών ή έχει οφειλές μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή, μπορεί να λάβει αποδεικτικό ενημερότητας περιορισμένης ισχύος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα ενώ πάντα αναγράφεται το ποσοστό παρακράτησης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ύψος της παρακράτησης για την έκδοση φορολογικής ενημερότητας εφόσον υπάρχουν οφειλές διαμορφώνεται ως εξής :
- Για οφειλές που είναι σε ρύθμιση ή μη ληξιπρόθεσμα χρέη ή σε αναστολή, το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται με παρακράτηση ποσού ίσου με το 70 % επί του τιμήματος, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και μέχρι το ύψος των ληξιπρόθεσμων ρυθμισμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση. Στην περίπτωση που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές είναι σε αναστολή άνω των 50.000 ευρώ, ορίζεται ποσοστό παρακράτησης 50% επί του τιμήματος, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των συνολικών οφειλών σε αναστολή. Εάν το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και το ποσό της παρακράτησης, υπολογιζόμενο επί του τιμήματος είναι μικρότερο των οφειλών, εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας με υπολογισμό του ποσού της παρακράτησης επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της παρακράτησης που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό δεν υπερβαίνει το τίμημα.
- Για περιπτώσεις που ο φορολογούμενος θέλει να εισπράξει χρήματα, το ποσοστό της παρακράτησης κυμαίνεται από 10% έως και 70% και ορίζεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών υπηρεσίας εντός των ακόλουθων κατά περίπτωση ορίων:
- 10% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 30% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 50% έως και 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 50% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 30% έως και 50% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 70% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό έως και 30% της ρυθμισμένης οφειλής.
Τα ποσοστά παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχούν στην κάλυψη τουλάχιστον 2 δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού εφόσον οι εναπομένουσες δόσεις είναι έως και δώδεκα (12). Εάν οι εναπομένουσες δόσεις της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων είναι περισσότερες από 12 το ποσοστό παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχεί στην κάλυψη τουλάχιστον 4 δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού.
Για περιοδική είσπραξη χρημάτων, το ποσοστό παρακράτησης φτάνει στο 10% επί του εισπραττόμενου ποσού εφόσον το ποσό της ρυθμισμένης οφειλής που υπολείπεται δεν υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ. Εάν η συνολική εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή είναι άνω των 20.000 ευρώ, τότε το ποσοστό που θα παρακρατείται από τα χρήματα θα πρέπει:
- να αντιστοιχεί στην κάλυψη 1 δόσης της τηρούμενης ρύθμισης/ ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού ενημερότητας και
- να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον 10% του εισπραττόμενου ποσού, αλλά να μην υπερβαίνει το 30% αυτού.