Tην πρόβλεψη πως ο κύκλος ανοδου των επιτοκίων ολοκληρώθηκε πραγματοποιεί σε συνέντευξή του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας στην Börsen Zeitung και τον Mark Schrörs
«Ναι, νομίζω ότι ολοκληρώθηκε. Αυτή είναι η αίσθηση και η εκτίμησή μου», απαντά σε σχετική ερώτηση ο κ. Στουρνάρας.
«Η νομισματική πολιτική δεν είναι θετική επιστήμη. Αλλά η εκτίμησή μας είναι ότι το επίπεδο όπου έχουν φτάσει τώρα τα επιτόκια, αν τα διατηρήσουμε για κάποιο χρονικό διάστημα, θα οδηγήσει σε επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο του 2,0% μέχρι το τέλος του 2025. Ίσως μάλιστα και λίγο νωρίτερα».
Τα πραγματικά επιτόκια δεν θα πρέπει να υπολογίζονται με τον τρέχοντα πληθωρισμό αναφέρει ο κ. διοικητής, αλλά με τον αναμενόμενο. Τα βασικά επιτόκια έχουν αυξηθεί με πρωτοφανή ένταση και ταχύτητα, με αποτέλεσμα οι συνθήκες χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να έχουν γίνει σημαντικά πιο περιοριστικές. Αυτό είναι πολύ εμφανές.. Η νομισματική πολιτική ήδη μεταδίδεται στην οικονομία και μετριάζει σημαντικά τη ζήτηση.
Ο πρωταρχικός μας σκοπός είναι η σταθερότητα των τιμών και θέλουμε να επαναφέρουμε εγκαίρως τον πληθωρισμό στο 2,0% ‒ αυτό είναι σαφέστατο, αναφέρει ο κ. Διοικητής.
«Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η νομισματική πολιτική επιδρά με χρονική υστέρηση. Έτσι, με δεδομένη τη σημαντική αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από τον Ιούλιο του 2022 και εξής, πολλές άλλες επιδράσεις προς περιοριστική κατεύθυνση αναμένεται να εκδηλωθούν αργότερα».
«Κι εγώ θα προτιμούσα να διατηρήσουμε αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια. Η ορατή μείωση του πληθωρισμού, η στασιμότητα της οικονομίας, η αυστηροποίηση που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα ‒ αυτά κατά τη γνώμη μου θα ήταν λόγοι για να μην αυξήσουμε τα επιτόκια», λέει ο κ. Στουρνάρας . Αλλά υπήρχαν πειστικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές και γι’ αυτό αποδέχομαι την απόφαση. «Ωστόσο, δεν πρέπει να το παρακάνουμε με την περιοριστική νομισματική πολιτική. Διαφορετικά, υπάρχουν κίνδυνοι και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ανησυχώ πολύ για το «φαινόμενο χιονοστιβάδας»…
Σήμερα χρειαζόμαστε μια δημοσιονομική πολιτική που να είναι τουλάχιστον ουδέτερη, αλλά καλύτερα πιο συσταλτική, έτσι ώστε να μπορέσουμε να πάψουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια. Εάν υπήρχαν τώρα προγράμματα επέκτασης των δαπανών, εμείς ως ΕΚΤ δεν θα είχαμε άλλη επιλογή παρά να προχωρήσουμε σε περαιτέρω αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να περιορίσουμε τη ζήτηση. Αυτό δεν θα βοηθούσε κανέναν. Δεύτερον, αν η οικονομία χρειάζεται στήριξη, αυτή θα πρέπει να είναι στοχευμένη στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και να επικεντρώνεται σε μελλοντικές επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα – π.χ. στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πράσινη μετάβαση. Και τρίτον, είναι ανάγκη να επιτευχθεί γρήγορα συμφωνία για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ευελιξία και ισχυρότερους αντικυκλικούς κανόνες
Πιο «ίση» έναντι άλλων χωρών η Γερμανία
Χρειαζόμαστε την τραπεζική ένωση και το ενιαίο σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Είναι αναγκαίο να διαμορφωθεί ένα ισότιμο πεδίο δράσης στην Ευρώπη. Από πολλές απόψεις, η Γερμανία εξακολουθεί να είναι «πιο ίση» από άλλες χώρες. Μόνο έτσι θα υπάρξουν οι απαραίτητες διασυνοριακές συγχωνεύσεις τραπεζών και επιχειρήσεων
Ωστόσο επεσήμανε πως είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε πότε μπορούν να μειωθούν ξανά τα βασικά επιτόκια
Για μένα, λέει ο κ. Στουρνάρας, ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή είναι να το παρακάνουμε. Δεν πρέπει και δεν χρειάζεται να εξοντώσουμε την οικονομία. Ο πληθωρισμός θα μειωθεί σημαντικά τους προσεχείς μήνες. Μέχρι το τέλος του έτους εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 3%. Ο πυρήνας του πληθωρισμού φαίνεται να αναστρέφεται.
Ο πυρήνας του πληθωρισμού ακολουθεί τον γενικό δείκτη με κάποια χρονική υστέρηση. Και οι δύο δείκτες κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει επίσης να αντλήσουμε διδάγματα από το παρελθόν. Δεν χρειάζεται να αυστηροποιήσουμε την πολιτική μας σε σημείο που να προξενήσουμε σοβαρή βλάβη στο τραπεζικό σύστημα ή στην οικονομία.
Είναι φυσιολογικό να υπάρχει μια διαδικασία ανάκτησης της σημαντικής απώλειας που έχουν υποστεί οι μισθοί σε πραγματικούς όρους αναφέρει ο κ. Στουρνάρας. Αλλά μέχρι στιγμής οι μισθολογικές αυξήσεις είναι μέσα σε λογικά πλαίσια. Επισημαίνω με την ευκαιρία ότι οι μισθοί στη ζώνη του ευρώ αυξάνονται περίπου όσο και στις ΗΠΑ, όπου ο πληθωρισμός έχει ήδη μειωθεί πολύ πιο έντονα. Στη ζώνη του ευρώ, όμως, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει καταγράψει πολύ μεγαλύτερη αύξηση. Γιατί αυτό; Επειδή εδώ η παραγωγικότητα είναι τόσο χαμηλή και μάλιστα πρόσφατα μειώθηκε. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας λόγος είναι ότι οι επιχειρήσεις διατηρούν το προσωπικό τους ακόμη και σε περιόδους κρίσης, επειδή ‒ σε μια εποχή έλλειψης ειδικευμένων εργαζομένων ‒ ανησυχούν ότι διαφορετικά δεν θα μπορέσουν να προσλάβουν άλλους αργότερα. Ένας δεύτερος σημαντικός λόγος είναι ότι η ζώνη του ευρώ είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας. Αυτό σήμερα επηρεάζει δυσμενώς την παραγωγικότητα μέσω της επιδείνωσης των όρων εμπορίου. Ωστόσο, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό από πλευράς νομισματικής πολιτικής. Αντίθετα, αν αυξήσουμε τα επιτόκια, οι επενδύσεις θα μειωθούν και η παραγωγικότητα θα υποχωρήσει ακόμη περισσότερο. Επομένως, το δίλημμά μας είναι ακόμη μεγαλύτερο από ό,τι στις ΗΠΑ.