Με εντατικότερους ρυθμούς και με όπλα τις κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών και τους πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων, η ΑΑΔΕ ξεκινά κυνηγητό των οφειλετών του Δημοσίου, με τη λειτουργία του Κέντρου Βεβαίωσης και Είσπραξης Αττικής (ΚΕΒΕΙΣ).
Στόχος είναι να επιτευχθεί ο φετινός επιχειρησιακός στόχος για είσπραξη τουλάχιστον 5,1 δισ. ευρώ από τα παλαιά και τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο, ενώ εξαίρεση από την εισπρακτική διαδικασία θα αποτελέσουν οι περιοχές που επλήγησαν πρόσφατα από τις πρόσφατες πλημμύρες και πυρκαγιές.
Σημειώνεται πως τα χρέη προς το Δημόσιο ανέρχονται σε 105 δισ. ευρώ και διογκώνονται διαρκώς, καθώς στη διάθεση των οφειλετών υπάρχει η πάγια ρύθμιση, η οποία επιτρέπει τον διακανονισμό των χρεών σε έως 24 ή 48 δόσεις, οι οποίες, όπως αποδεικνύεται ότι δεν διευκολύνουν τους οφειλέτες και δεν ανακόπτουν την αυξητική πορεία των χρεών.
Από την ερχόμενη Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου, ξεκινά τη λειτουργία του το Κέντρο Βεβαίωσης και Είσπραξης (ΚΕΒΕΙΣ) Αττικής, το πρώτο από τα δύο ΚΕΒΕΙΣ, τα οποία συστάθηκαν το 2022. Το δεύτερο είναι το ΚΕΒΕΙΣ Θεσσαλονίκης, το οποίο θα αρχίσει να λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 2024.
Σύμφωνα με τον συστατικό τους νόμο, τα ΚΕΒΕΙΣ έχουν αρμοδιότητα να εντοπίζουν και να διεκδικούν την είσπραξη οφειλών μεγάλου ύψους προς τη φορολογική διοίκηση. Στο στόχαστρο των νέων αυτών υπηρεσιών θα μπουν κυρίως οι φορολογούμενοι (φυσικά και νομικά πρόσωπα) με οφειλές άνω των 300.000 προς το Δημόσιο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΑΑΔΕ, οι φορολογούμενοι με ληξιπρόθεσμα χρέη μεγαλύτερα των 300.000 ευρώ ήταν 20.943 στο τέλος του 2022. Το συνολικό ποσό των χρεών τους ανερχόταν σε 96,86 δισ. ευρώ και κάλυπτε το 85,1% του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο. Από τις οφειλές αυτές είχαν ενταχθεί σε ρυθμίσεις τμηματικής καταβολής ποσά συνολικού ύψους μόλις 1,247 δισ. ευρώ. Ειδικά, οι οφειλέτες ποσών άνω των 10.000.000 ευρώ ήταν 1.325 επί συνόλου 3.990.717, δηλαδή αντιπροσώπευαν ποσοστό μόλις 0,03% του συνολικού αριθμού οφειλετών. Όμως, τα χρέη τους έφθαναν στα 67,73 δισ. ευρώ, καλύπτοντας το 59,5% του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο. Από αυτό το τεράστιο ποσό, ήταν ενταγμένο σε ρυθμίσεις ποσό ύψους μόλις 201 εκατ. ευρώ, που αντιπροσωπεύει το 0,29% του συνόλου των χρεών αυτής της κατηγορίας.
Πόσο έχουν αυξηθεί τα ανείσπρακτα χρέη
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έχει δημοσιοποιήσει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ):
- Στο τέλος Ιουνίου του τρέχοντος έτους, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο των οφειλών προς τις ΔΟΥ και τις λοιπές φοροεισπρακτικές υπηρεσίες (Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου, Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων, Ελεγκτικά Κέντρα κ.λπ.) ανήλθε σε 104.977.286.132,60 ευρώ έναντι 104.825.398.161 ευρώ στο τέλος Μαΐου του ιδίου έτους. Σημείωσε δηλαδή αύξηση κατά 151.887.971,60 ευρώ ή κατά 0,1% μέσα σε έναν μήνα. Ουσιαστικά, επανήλθε σε ανοδική τροχιά μετά από ένα δίμηνο μειώσεων που οφειλόταν στη διαγραφή οφειλών άνω των 10 δισ. ευρώ που είχαν βεβαιωθεί στον ΟΣΕ.
- Στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, δημιουργήθηκαν νέα ληξιπρόθεσμα χρέη ύψους 3,342 δισ. ευρώ προς τις ΔΟΥ και τις λοιπές φοροεισπρακτικές υπηρεσίες. Εξ αυτών τα 2,841 δισ. ευρώ ήταν χρέη προερχόμενα από φόρους και τα υπόλοιπα 501 εκατ. ευρώ μη φορολογικά χρέη (οφειλές από πρόστιμα που μεταφέρθηκαν για είσπραξη στις ΔΟΥ κ.λπ.). Μόνο τον φετινό Ιούνιο, τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη ανήλθαν σε 528 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 30% σε σύγκριση με τον περσινό Ιούνιο. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το τελευταίο διάστημα οι ΔΟΥ και οι λοιπές φοροεισπρακτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ επιβάλλουν κάθε μήνα κατασχέσεις σε περισσότερους από 6.500 οφειλέτες του Δημοσίου εναντίον των οποίων δύνανται να ληφθούν τέτοια μέτρα. Όμως οι ρυθμοί των κατασχέσεων επιταχύνονται κάθε χρόνο. Tο 2022 οι κατασχέσεις υπερδιπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2021, ενώ οι κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στο πρώτο πεντάμηνο του 2023 είναι αυξημένες κατά 12,5% σε σύγκριση με τις επιβληθείσες κατά το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Εκτιμάται δε ότι, εάν η οικονομία δεν αντιμετωπίσει κάποια νέα κρίση, θα αυξηθούν περαιτέρω τους επόμενους μήνες, φθάνοντας τα επίπεδα των 20.000 τον μήνα, στα οποία βρίσκονταν μέχρι και πριν από την πανδημία του κορονοϊού.