Ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον προς τις τράπεζες επιθυμεί να δημιουργήσει, όπως όλα δείχνουν, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, ώστε να ανοίξουν οι κρουνοί της χρηματοδότησης και προς άλλες κατευθύνσεις.
Αυτό το νόημα είχε μερικώς προχθές και η εξαγγελία του πρωθυπουργού, που απάντησε σε σχετική ερώτηση της «Ναυτεμπορικής», κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στο πλαίσιο της ΔΕΘ.
Η ενδυνάμωση της δευτερογενούς αγοράς χρηματοδότησης περιλαμβάνει έναν οδικό χάρτη, ώστε να είναι δυνατή η σύναψη δανείων από επιχειρήσεις και ιδιώτες που δεν έχουν πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας.
Ξεκινάει η λειτουργία εταιρειών που θα χρηματοδοτούν την αποπληρωμή κόκκινων δανείων τα οποία οι δανειολήπτες θα μπορούν να αγοράζουν έπειτα από διαπραγμάτευση με κάποια σημαντική έκπτωση από τους servicers. Η ιδέα δεν είναι καινούργια και έχει αναλυθεί επαρκώς όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, με τη «Ναυτεμπορική» να έχει πρώτη αναδείξει το θέμα τον Δεκέμβριο του 2022. Όμως, όπως όλα δείχνουν, έχει φθάσει σε στάδιο απόλυτης ωριμότητας και θα ενισχύσει και τον κώδικα δεοντολογίας των funds το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Ο οδικός χάρτης
Τον παραπάνω σκοπό θα τον εξυπηρετήσουν επενδυτικά σχήματα που δεν είναι τίποτε άλλο από εξειδικευμένα funds, τα οποία θα προσφέρουν ρευστότητα σε δανειολήπτες που επιθυμούν να προχωρήσουν σε ρύθμιση οφειλής, αλλά δεν έχουν την απαιτούμενη ρευστότητα για να το πράξουν. Το συγκεκριμένο εργαλείο θα αποκαλείται Discounted Pay Off (DOP) και μέσω αυτού ο δανειολήπτης θα μπορεί να εξοφλεί το χρέος του στον servicer με δάνειο από fund, επιτυγχάνοντας ένα ισχυρό κούρεμα.
Το εργαλείο αυτό θα απευθύνεται σε ιδιώτες και επιχειρήσεις με κόκκινα δάνεια τα οποία συνδέονται ή υπάρχει η δυνατότητα να συνδεθούν με εμπράγματες εξασφαλίσεις. Οι εξασφαλίσεις αυτές είτε θα αφορούν ήδη υπάρχουσες υποθήκες δανείων που έχουν κοκκινίσει, είτε και άλλες, καινούργιες, αν κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο.
Ας σημειωθεί πως για τις τράπεζες είναι θεσμικά απαγορευτικό να αναχρηματοδοτούν τέτοια δάνεια και οι servicers που μπορούν θεσμικά να υποστηρίξουν μια τέτοια χρηματοδότηση δεν επιθυμούν να δημιουργήσουν παρόμοιους «κεφαλαιοβόρους» μηχανισμούς και να αναλάβουν τη σχετική ευθύνη. Μέσω του DPO, ο κάθε servicer σε μια συναινετική λύση θα ζητά από τον δανειολήπτη την εφάπαξ καταβολή του δανείου του, το οποίο θα έχει υποστεί σημαντικό κούρεμα σε ό,τι αφορά το ποσό της αρχικής οφειλής (αναλόγως του δανείου και της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη), ποσό που ο δανειολήπτης μπορεί να δανειστεί από τα νέα εξειδικευμένα funds και στα οποία πλέον θα χρωστά την «κουρεμένη» οφειλή. Το νέο fund θα αναλαμβάνει την οφειλή και την εμπράγματη εξασφάλιση αν υπάρχει. Με τον τρόπο αυτό, σε κάθε περίπτωση, εκτός από τη χρηματοδότηση ιδιωτών και επιχειρήσεων που δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν διαφορετικά πραγματοποιείται και ανάκτηση των δανείων από τους servicers οι οποίοι κατακτούν τους στόχους που έχουν θέσει σχετικά.
Οι νέες συμβάσεις στα μέτρα πια του δανειολήπτη ο οποίος βαίνει προς εξυγίανση θα αποτελούν καινούργιο δανεισμό. Η εκτίμηση είναι πως τα δάνεια αυτά, υψηλότερου κινδύνου, αναμένεται να φέρουν και μεγαλύτερα επιτόκια από εκείνα που οι δανειολήπτες συνάπτουν με τις τράπεζες. Ωστόσο και αυτό είναι θέμα διαπραγμάτευσης και εγγυήσεων.
Όπως ανέφερε και ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, είναι ένα ζήτημα το γεγονός ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα στη χώρα μας είναι σχετικά περιορισμένος, προκρίνοντας και την αντιμετώπιση του σχετικού προβλήματος. «Θέλουμε παραπάνω ανταγωνισμό στο τραπεζικό σύστημα και θέλουμε να δίνουμε τη δυνατότητα -προφανώς πάντα με τις σχετικές εγκρίσεις της Τράπεζας της Ελλάδος- και σε μη τραπεζικά ιδρύματα να μπορούν να χορηγούν δάνεια, είτε σε επιχειρήσεις είτε ενδεχομένως και σε φυσικά πρόσωπα, πάντα υπό ένα σφιχτό εποπτικό πλαίσιο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός. Εν τω μεταξύ τα υπό διαχείριση δάνεια από τους servicers έχουν σημαντικά αυξηθεί σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Δάνεια προς ιδιώτες
Αύξηση κατά 670 εκατ. ευρώ παρουσίασε, κατά το β’ τρίμηνο του 2023, η ονομαστική αξία των δανείων του ιδιωτικού τομέα του εσωτερικού, τα οποία διαχειρίζονται οι εγχώριες ΕΔΑΔΠ και έχουν μεταβιβαστεί σε εξειδικευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού. Η συνολική αξία των δανείων αυτής της κατηγορίας αυξήθηκε σε 71.164 εκατ. ευρώ στο τέλος του β’ τριμήνου του 2023, έναντι 70.494 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο. Επισημαίνεται ότι από το δ’ τρίμηνο του 2022 στην ονομαστική αξία των δανείων δεν περιλαμβάνονται οι εξωλογιστικοί τόκοι και οι διαγραφές από τα πιστωτικά ιδρύματα που μεταβίβασαν το χαρτοφυλάκιο των δανείων. Η αλλαγή στη μεθοδολογία έγινε για να εναρμονιστούν με τα αντίστοιχα εποπτικά στοιχεία.
Δάνεια προς επιχειρήσεις
Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση επιχειρηματικών δανείων αυξήθηκε σε 23.921 εκατ. ευρώ στο τέλος του β’ τριμήνου του 2023, από 23.530 εκατ. ευρώ στο τέλος του προηγούμενου τριμήνου. Αναλυτικότερα, η ονομαστική αξία των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) αυξήθηκε κατά 403 εκατ. ευρώ και διαμορφώθηκε σε 23.856 εκατ. ευρώ στο τέλος του β’ τριμήνου του 2023. Από τα υπό διαχείριση δάνεια προς τις ΜΧΕ, ποσό 12.264 εκατ. ευρώ αφορά δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ).
Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση δανείων προς λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μειώθηκε κατά 11 εκατ. ευρώ και διαμορφώθηκε σε 65 εκατ. ευρώ στο τέλος του β’ τριμήνου του 2023. Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση δανείων προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 25 εκατ. ευρώ έναντι του προηγούμενου τριμήνου και διαμορφώθηκε σε 9.581 εκατ. ευρώ στο τέλος του β’ τριμήνου του 2023.
Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα αυξήθηκε κατά 254 εκατ. ευρώ έναντι του προηγούμενου τριμήνου και διαμορφώθηκε σε 37.662 εκατ. ευρώ στο τέλος του β’ τριμήνου του 2023. Αναλυτικότερα, τα υπό διαχείριση καταναλωτικά δάνεια παρουσία- σαν αύξηση κατά 47 εκατ. ευρώ και διαμορφώθηκαν σε 15.853 εκατ. ευρώ. Τα υπό διαχείριση στεγαστικά δάνεια παρουσίασαν αύξηση κατά 207 εκατ. ευρώ και διαμορφώθηκαν σε 21.510 εκατ. ευρώ.