Μείωση της εγχώριας παραγωγής φέτας κατά 10-15% εκτιμάται ότι θα προκαλέσει η καταστροφική πλημμύρα στη Θεσσαλία, γεγονός που θα έχει άμεση επίπτωση στις τιμές και την κατανάλωση εντός και εκτός συνόρων.
Οι εγχώριες γαλακτοβιομηχανίες βρίσκονται ξανά αντιμέτωπες με μια κρίση γάλακτος ωστόσο αυτή τη φορά – πέρα από την αναγκαιότητα άμεσης αποκατάστασης της λειτουργίας σε όσες επιχειρήσεις έχουν πληγεί από την θεομηνία- είναι ιδιαίτερα σημαντικό να θωρακιστούν οι εξαγωγές φέτας προκειμένου να μην «χαθούν» σημαντικές αγορές.
Από πλευράς κτηνοτροφικού κόσμου, η απώλεια τόσο σε ζωικό κεφάλαιο όσο και στις τεράστιες ζημιές στις φάρμες στην Θεσσαλία εγκυμονούν τον κίνδυνο πολλοί παραγωγοί της περιοχής να οδηγηθούν στην απόφαση για παύση της δραστηριότητας, γεγονός που θα περιορίσει σημαντικά την δυναμική της εγχώριας αιγοπροβατοτροφίας.
Όπως αναφέρει στην «Ν» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας κ. Παναγιώτης Πεβερέτος « η μείωση στην παραγωγή φέτας εξαρτάται από τον αριθμό των ζώων που έχουν πνιγεί στη Θεσσαλία. Οι πρώτες δηλώσεις ζημιών των κτηνοτρόφων τοποθετούν ήδη την απώλεια σε 61.000 αιγοπρόβατα, αριθμός που ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω όσο περνάνε οι μέρες σε 70 χιλιάδες ή και 100 χιλιάδες. Ταυτόχρονα και για τα ζώα που μπόρεσαν να σωθούν υπάρχει αδυναμία σίτισης καθώς η μεταφορά τους είναι προσωρινή και οι κτηνοτρόφοι δεν μπορούν να βρουν ζωοτροφές ενώ η βόσκηση είναι δύσκολη στη περιοχή. Επίσης υπάρχουν κτηνοτροφικές μονάδες οι οποίες έχουν παραγωγή γάλακτος, αλλά οι βιομηχανίες με τις οποίες συνεργάζονται έχουν υποστεί ζημιές και χρειάζονται κάποιο χρόνο για την επαναλειτουργία τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ήδη ξεκίνησε οριζόντια συνεργασία με τη μεταφορά της πρώτης ύλης σε άλλες τυροκομικές επιχειρήσεις, είτε για την παραγωγή προϊόντων με την επωνυμία της πρώτης είτε για μεταπώληση προκειμένου να μην χαθεί η πρώτη ύλη. Συνεπώς οι ακριβείς απώλειες θα διαφανούν στην πορεία. Οι πρώτες εκτιμήσεις μας αναφέρουν ότι από τους περίπου 140 χιλ. τόνους φέτας (συμπεριλαμβανομένης και της βιολογικής) η παραγωγή θα μειωθεί στους 120 χιλ. τόνους, ήτοι μια υποχώρηση της τάξεως του 15%».
Τονίζοντας ότι «δεν τίθεται θέμα επάρκειας της φέτας» ο κ. Πεβερέτος ερωτηθείς για το μέλλον των τιμών στο γάλα και κατ’επέκταση στη φέτα στα εγχώρια ράφια σημειώνει ότι « οι τιμές στο γάλα είχαν ξεκινήσει να διορθώνονται. Οι τελευταίες εξελίξεις, ωστόσο, ανατρέπουν την κατάσταση και η απώλεια στο ζωικό κεφάλαιο θα έχει επιπτώσεις στις τιμές τόσο στα τυροκομικά και δη τη φέτα όσο εν γένει στα γαλακτοκομικά όσο και στο κρέας. Επηρεάζεται όλη η αλυσίδα. Για την κτηνοτροφία η απώλεια ενός σημαντικού μέρους των καλλιεργειών τριφυλλιού και καλαμποκιού και λοιπών ειδών -οι οποίες έχουν πνιγεί στις λάσπες στη Θεσσαλία- θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στις τιμές ζωοτροφών στο προσεχές διάστημα. Αυτό που ζητά ο κτηνοτροφικός κόσμος είναι η τιμή παραγωγού στο αιγοπρόβειο γάλα να διατηρηθεί στη υφιστάμενη βάση στο επίπεδο δηλαδή 1,60 -1,70 ευρώ/κιλό».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒ-ΓΑΠ) κ. Χρήστος Αποστολόπουλος μιλώντας στην «Ν» επισημαίνει ότι είναι νωρίς να εκτιμηθούν οι απώλειες στην παραγωγή φέτας ωστόσο υποστήριξε ότι η μείωση μπορεί να κινηθεί σε μικρότερο επίπεδο της τάξεως του 10%, ωστόσο όπως τονίζει ο ίδιος « το σημαντικό αυτή την στιγμή είναι να θωρακιστεί η αιγοπροβατοτροφία καθώς επικρατεί μεγάλη απογοήτευση από τους κτηνοτρόφους στη Θεσσαλία και πολλοί σκέφτονται να εγκαταλείψουν την δραστηριότητα. Η απώλεια στις κτηνοτροφικές μονάδες είναι κάτι που δεν διορθώνεται εύκολα. Παράλληλα, από πλευράς βιομηχανίας είναι επιτακτικό να αποκατασταθεί η λειτουργία στα εργοστάσια που έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές και στα πολλά τυροκομία της περιοχής».
Θωράκιση των εξαγωγών
Ο ίδιος εκτιμά ότι από πλευράς βιομηχανίας θα δοθεί ενδεχομένως μεγαλύτερη έμφαση στη θωράκιση των εξαγωγών φέτας και στη διατήρηση των πελατών του εξωτερικού γιατί ήταν δύσκολο να αποκτηθούν. Σε αυτό το πλαίσιο ενδεχομένως η μείωση στην εγχώρια αγορά να είναι μεγαλύτερη.
«Μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων είναι προσανατολισμένες στις εξαγωγές φέτας ενώ συνολικά το 65% περίπου της εγχώριας παραγωγής φέτας εξάγεται. Η διατήρηση των ξένων αγορών είναι πολύ σημαντική γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να κερδηθεί μια νέα αγορά σε ένα έντονα πληθωριστικό περιβάλλον. Ο ανταγωνισμός από τα λευκού τύπου τυριά είναι πάρα πολύ έντονος, γεγονός που καθιστά αποτρεπτική μια περαιτέρω αύξηση των τιμών στις εξαγωγές».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η φετινή χρονιά ήδη εμφανίζει απώλειες στις εξαγωγές φέτας το πρώτο εξάμηνο του έτους της τάξεως του 2,77% σε όγκους πωλήσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μείωση στους όγκους καταγράφεται σε σημαντικές αγορές όπως: στην Βρετανία κατά 4,6%, στην Ιταλία κατά 2,1%, στην Κύπρο κατά 15,7%, στη Σουηδία κατά 25,7%, στην Αυστρία κατά 9,5%, στην Ολλανδία κατά 28%, στη Δανία κατά 10%, στην Αυστραλία κατά 29,9% και στην Ισπανία κατά 25,8%.
Παρά την υποχώρηση των όγκων, καταγράφεται σημαντική αύξηση στην αξία πωλήσεων των εξαγωγών οι οποίες στο πρώτο εξάμηνο εμαφανίζονται ενισχυμένες κατά 22,4% στα 370,1 εκατ. ευρώ έναντι 302,8 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2022. Υπενθυμίζεται ότι το 2022 συνολικά οι εξαγωγές φέτας ανήλθαν σε 605 εκατ. ευρώ σε περίπου 86 χιλ τόνους.
Η πιο ισχυρή αγορά για την ελληνική φέτα παραμένει η Γερμανία όπου στο πρώτο εξάμηνο οι πωλήσεις κινούνται ανοδικά τόσο σε όγκους (αύξηση κατά 5,2%) όσο και σε αξία όπου πλέον ο τζίρος προσεγγίζει τα 120 εκατ. ευρώ ενισχυμένος κατά 34% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι.