Ο πρωθυπουργός «ανηφορίζει» προς τη Θεσσαλονίκη με τη χώρα να μετράει πληγές και το κλίμα στους κόλπους της κυβέρνησης να είναι εξαιρετικά βαρύ. Μπορεί τα σενάρια για ανασχηματισμό προς το παρόν να «πάγωσαν», αλλά η δυσφορία για τις εμφανείς αδυναμίες του επιτελικού κράτους έχει ενταθεί. Και τα σχέδια για παροχές και μέτρα στήριξης έχουν βυθιστεί στα λασπόνερα. Τώρα προέχει η στήριξη των χιλιάδων πληγέντων και η αποκατάσταση των υποδομών – με ανακατεύθυνση των κοινοτικών πόρων (και όχι φρέσκο χρήμα), αλλά και έναν συμπληρωματικό προϋπολογισμό ύψους 600 εκατ. ευρώ, που όμως δεν πρέπει να ανατρέψει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ. Αυτό πρακτικα σημαίνει ότι μπαίνει ταφόπλακα στα σχέδια για επέκταση του market pass και μετατίθεται η έκτακτη ενίσχυση στους χαμηλοσυνταξιούχους για το 2024.
Από τα λίγα θετικά που θα έχει να επισημάνει ο πρωθυπουργός είναι οι αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης. Απόψε αναμένεται να έχουμε ακόμη – και δη από τον κορυφαίο αλλά και πλέον αυστηρό οίκο- τον Moody’s. Η ετυμηγορία του θα έρθει ακριβώς μία εβδομάδα μετά την αναβάθμιση της Ελλάδας από τον καναδικό οίκο DBRS στην επενδυτική βαθμίδα (BBB με σταθερές προοπτικές). Θα είναι δύσκολο να επαναληφθεί η επιτυχία αυτή, αφού ο Moody’s αυτή τη στιγμή «βαθμολογεί» το αξιόχρεο της χώρα μας ως απόλυτο «σκουπίδι» – τρεις κλίμακες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Το καλύτερο που θα μπορούσαμε να περιμένουμε είναι μία αναβάθμιση κατά δύο κλίμακες, ώστε να κλείσει η «ψαλίδα» με τις αξιολογήσεις των άλλων οίκων.
Τι θα σημαίνει αυτό πρακτικά; Ένα ευνοϊκό σήμα προς τις αγορές, σε μία δύσκολη περίοδο, κατά την οποία θα μπορούσαν τα ελληνικά ομόλογα να δεχθούν ισχυρές πιέσεις, με τις τιμές να υποχωρούν και τις αποδόσεις να ανεβαίνουν. Σήμερα η απόδοση του ελληνικού 10ετους ομολόγου είναι στο 4% – με την αγορά να έχει εν πολλοίς προεξοφλήσει τις θετικές ετυμηγορίες των οίκων και να περιμένει τώρα τα επόμενα βήματα της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της ΕΚΤ. Χθες η κεντρική τράπεζα προέβη σε νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, με το καταθετικό να φτάνει στο ιστορικό υψηλό του 4%. Η Κριστίν Λαγκάρντ αρνήθηκε μάλιστα να δώσει σήμα για κλείσιμο του περιοριστικού κύκλου νομισματικής πολιτικής. Η αύξηση αυτή ενδεχομένως να μην ήταν η τελευταία. «Θα πρέπει να εφαρμοστούν όλα τα μέσα προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2%… Δεν μπορούμε να πούμε ότι τα επιτόκια έφτασαν στο ανώτατο όριο» είπε χαρακτηριστικά η Γαλλίδα πρόεδρος της ΕΚΤ.
Και όσο το χρήμα ακριβαίνει τόσο θα εντείνεται και η πίεση για τα ελληνικά ομόλογα. Το «αντίβαρο» για να αποφευχθεί μία εκτίναξη στο κόστος δανεισμού θα είναι οι καλές βαθμολογίες των οίκων στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική πειθαρχία. Την επομένη της αναβάθμισης από τον DBRS ο πρωθυπουργός είχε πει από τη Λάρισα: «Η ελληνική οικονομία είναι σήμερα πιο ισχυρή. Πήρε την πολυπόθητη αναβάθμιση. Προφανώς αυτό είναι το τελευταίο που μπορεί να απασχολεί τους πληγέντες στη Θεσσαλία. Αλλά είναι σημαντικό γιατί επιβεβαιώνει ότι έχει τις δυνατότητες να ξεπεράσει μία τέτοια πρωτοφανή κλιματική κρίση». Ένας Moody’s από μόνος τους δεν φέρνει την «άνοιξη». Η πορεία της ελληνικής οικονομίας και η ανθεκτικότητα των ομολόγων της εξαρτώνται πρωτίστως από το πώς αντεπεξέρχεται στις πολλαπλές κρίσες, ποια είναι τα αντανακλαστικά και οι επιλογές της κυβέρνησης. Λειτουργεί όμως ως «κούκος», που φωνάζει το μήνυμα στις αγορές.
Να σημειωθεί ότι έως το τέλος του έτους περιμένουμε δύο ακόμη αξιολογήσεις, από τον Standard & Poor’s (20 Οκτωβρίου) και τον Fitch (1η Δεκεμβρίου). Και οι δύο οίκοι μας έχουν κρατήσει μόλις ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα.