Νέα «καταιγίδα» αυξήσεων στα τρόφιμα προκαλεί η τεράστια καταστροφή που υπέστη ο πρωτογενής τομέας της Θεσσαλίας.
Ο νόμος της αγοράς δεν αναμένεται να κάνει εξαίρεση στην τραγωδία του κάμπου, συνεπώς η αδυναμία κάλυψης της εσωτερικής ζήτησης δημιουργεί εύφορο έδαφος για ανατιμήσεις.
Αν και ακόμη δεν έχουν παρουσιαστεί σημαντικές ελλείψεις σε προϊόντα, εκτιμάται ότι αυτό θα φανεί τις επόμενες εβδομάδες, γεγονός που θα οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών και αναπόφευκτα σε αύξηση και των τιμών.
Οι πρώτες εκτιμήσεις από την αγορά τοποθετούν το ύψος των ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα διατροφής, όπως το γάλα, τα τυροκομικά, τα όσπρια, τα ζυμαρικά, το κρέας, τα φρούτα και τα λαχανικά, να κυμαίνεται από 15% έως 30% το προσεχές διάστημα.
Δυναμικό ράλι
Το εγχώριο «χρηματιστήριο» τιμών στο γάλα, στο σκληρό σιτάρι, στο καλαμπόκι, στο τριφύλλι, στα όσπρια, σε μια σημαντική γκάμα από λαχανικά και φρούτα, στα αυγά, στο μέλι και στο αιγοπρόβειο και χοιρινό κρέας, μετά την καταστροφή στη Θεσσαλία βρίσκεται σε φάση εκκίνησης ενός δυνατού ράλι, καθώς η σημαντική μείωση που αναμένεται στην παραγωγή ανατρέπει εκ νέου την «κανονικότητα» στην εγχώρια αγορά.
«Το βέβαιο είναι ότι το αγροτικό ισοζύγιο θα ξαναγίνει ελλειμματικό, ενώ συνολικά τα εμπορικό έλλειμμα στη χώρα θα αυξηθεί καθώς οι εισαγωγές ακόμα και για προϊόντα που μέχρι τώρα είχαμε επάρκεια θα εκτοξευθούν το προσεχές διάστημα», αναφέρουν εκπρόσωποι των παραγωγών, ενώ στελέχη της οργανωμένης λιανικής τροφίμων σχολιάζοντας τις εξελίξεις στη Θεσσαλία σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι «όλα όσα έχουν συμβεί εντείνουν τον κλαδικό πληθωρισμό».
Η αδυναμία πρόσβασης σε βασικές πρώτες ύλες και η υψηλότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές πυροδοτούν εκ νέου το ανατιμητικό κοκτέιλ στο εγχώριο ράφι, γεγονός που θα φανεί τους προσεχείς μήνες.
Το κοντέρ στο κόστος έχει ήδη ξεκινήσει να «τρέχει» εξαιτίας της αδυναμίας τροφοδοσίας της αγοράς, καθώς ακόμα και οι ποσότητες προϊόντων από τον κάμπο που έχουν σωθεί ή δεν κινδύνεψαν από την πλημμύρα δεν μπορούν να διατεθούν σε χονδρική και λιανική δεδομένου ότι δεν υπάρχει οδικό δίκτυο και εν γένει πρόσβαση σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας. «Το νούμερο ένα πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η τροφοδοσία» αναφέρει στη «Ν» ο Αριστοτέλης Παντελιάδης, επικεφαλής του ομίλου της Metro, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τη Λάρισα στείλαμε φορτηγό από τη Θεσσαλονίκη στο Ρίο – Αντίρριο να κάνει όλο τον κύκλο από την Αθήνα. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην τροφοδοσία».
Δύσκολη η επικοινωνία
Αντίστοιχα, χονδρέμποροι αναφέρουν ότι «στην επικοινωνία με τους προμηθευτές μας από τη Θεσσαλία το πρώτο που επισημαίνουν είναι ότι οι ποσότητες των προϊόντων που μπορούν να διαθέσουν περιορίζονται τουλάχιστον στο 50%, ενώ είναι άγνωστο το πότε θα μπορέσουν να στείλουν τα προϊόντα. Πώς να τα στείλουν οι άνθρωποι; Με βάρκες;».
Ακόμα και όταν αποκατασταθεί η οδική σύνδεση το θέμα της διασφάλισης απρόσκοπτης τροφοδοσίας της αγοράς αποτελεί το μείζον για όλη τη λιανική τροφίμων. «Αυτή τη στιγμή προσπαθούμε να βρούμε εναλλακτικούς προμηθευτές από άλλες περιοχές της Ελλάδας προκειμένου να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες ποσότητες, κυρίως σε νωπά οπωροκηπευτικά και κρέας. Αυτό είναι η πρώτη προτεραιότητα για όλη την αγορά» σημειώνουν στελέχη των αλυσίδων.
Και η βιομηχανία βρίσκεται για ακόμα μια φορά αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ελλείψεων βασικών πρώτων υλών, με το γάλα, το κρέας και το σκληρό σιτάρι να βρίσκονται πρώτα στη λίστα των αναγκών.
Η Θεσσαλία αποτελεί, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», τον σημαντικότερο τροφοδότη της χώρας σε αγροτικά προϊόντα.
Ταυτόχρονα, με βάση τις εκτιμήσεις κτηνοτρόφων, στη Θεσσαλία παράγονται περί το 70% του χοιρινού κρέατος, πάνω από το ένα τρίτο από αρνιά και πρόβατα, το ένα τρίτο του κρέατος από νεαρά μοσχάρια και περί το 10,5% του συνόλου της πτηνοτροφικής παραγωγής. Επίσης στον κάμπο γίνεται η μισή ελληνική παραγωγή τυριών (47% των μαλακών τυριών, 23% των σκληρών, 38% της μυζήθρας). Τέλος, στη Θεσσαλία παράγεται το 18,5% του γάλακτος (20,4% του πρόβειου, 25,4% του βουβαλίσιου, 15,2% του αγελαδινού).
Σε αυτό το πλαίσιο, σε πρώτη φάση η αγορά εκτιμά ότι το ποσοστό των ανατιμήσεων στα νωπά οπωροκηπευτικά και φρούτα, τα όσπρια και το κρέας θα διαμορφωθεί στο 15%-30%, καθώς η τιμή στις φακές αναμένεται να φτάσει μέχρι και τα 4 ευρώ/κιλό από 3 ευρώ, στα φασολάκια τα 5 ευρώ από 4 ευρώ, στο μοσχάρι στα 12,5 ευρώ το κιλό από 11 ευρώ, ενώ το αρνί στα 14 ευρώ το κιλό από 12 ευρώ. «Για τα νωπά φρούτα και λαχανικά αναμένουμε αύξηση από 0,6 ευρώ έως 1 ευρώ μέσα στους επόμενους μήνες σε αρκετές κατηγορίες», εκτιμούν εκπρόσωποι της αγοράς. Αντίστοιχα, οι τιμές στα γαλακτοκομικά αναμένεται να πάρουν εκ νέου την ανιούσα, ενώ ειδικά στη φέτα, η παραγωγή της οποίας εξελίσσεται σε θρίλερ, δεδομένης της απώλειας τεράστιου πληθυσμού αιγοπροβάτων, οι εκτιμήσεις δεν αποκλείουν τους επόμενους μήνες η τιμή της να αγγίξει ακόμη και τα 20 ευρώ το κιλό.
Και μολονότι η ανελαστικότητα της δαπάνης «θωρακίζει» εν μέρει την κατανάλωση στη λιανική, δεν ισχύει το ίδιο για την εστίαση. Το ανατιμητικό κρεσέντο αναμένεται να πλήξει σημαντικά την κατανάλωση στο κανάλι της εστίασης.
Σε επιφυλακή οι Αρχές για τεχνητές ελλείψεις
Σε επιφυλακή τίθεται ο ελεγκτικός μηχανισμός του υπουργείου Ανάπτυξης, αλλά και η Επιτροπή Ανταγωνισμού, έπειτα από εκτιμήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για μεγάλες αυξήσεις στα τρόφιμα, ως αποτέλεσμα της καταστροφής στη Θεσσαλία.
Η άνοδος των τιμών είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από την κυβέρνηση ή την Επιτροπή Ανταγωνισμού και αυτή τη στιγμή η προσπάθεια θα επικεντρωθεί στο να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και τεχνητών ελλείψεων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον σχεδόν όλα τα τρόφιμα εμπίπτουν στη διάταξη η οποία απαγορεύει την αποκόμιση μεγαλύτερου περιθωρίου κέρδους από αυτό που είχαν οι επιχειρήσεις για τα ίδια προϊόντα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021. Ωστόσο, μπροστά στο ενδεχόμενο κάποιοι να προχωρήσουν σε πρακτικές αισχροκέρδειας, το υπουργείο Ανάπτυξης θέτει σε ύψιστη ετοιμότητα τη Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου της Αγοράς (ΔΙΜΕΑ) και κινητοποιεί τους ελεγκτικούς μηχανισμούς των περιφερειών.
Επισημαίνεται ότι με αποφάσεις του υπουργού Ανάπτυξης, Κώστα Σκρέκα, την περασμένη Παρασκευή έγινε η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου για την περιστολή φαινομένων αθέμιτης κερδοφορίας σε όλα τα προϊόντα που είναι απαραίτητα για τη διατροφή και την αξιοπρεπή διαβίωση των καταναλωτών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης που προκαλείται από θεομηνία. Επίσης, υπό εξέταση είναι και η επαναφορά του μέτρου δήλωσης αποθεμάτων αγροτικών προϊόντων και τροφίμων που ίσχυσε έως τα τέλη του περασμένου Ιουνίου, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα τεχνητής έλλειψης προϊόντων ώστε να αυξηθούν οι τιμές.
Τις εξελίξεις παρακολουθεί στενά και η Επιτροπή Ανταγωνισμού η οποία έχει συστήσει μηχανισμό καταγραφής των τιμών σε περισσότερα από 60.000 προϊόντα. Επίσης, στο πλαίσιο της ενίσχυσης του αγώνα έναντι της ακρίβειας, η ανεξάρτητη αρχή εστιάζει στην εφαρμογή του νέου άρθρου 1Α του ν 3959/2011, το οποίο προβλέπει αυστηρές κυρώσεις σε επιχειρήσεις που μονομερώς περιορίζουν τον ανταγωνισμό μέσω πρόσκλησης συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις για αντιανταγωνιστικές πρακτικές ή μέσω δημόσιων ανακοινώσεων μελλοντικής τιμολόγησης ώστε να χειραγωγούν τις τιμές σε βάρος των καταναλωτών.