Μια βαθιά και ανοιχτή πληγή στον εγχώριο πρωτογενή τομέα δημιουργεί η καταστροφή του θεσσαλικού κάμπου, η οποία οδηγεί σε πλήρη απορρύθμιση της αγοράς τροφίμων.
Ο κίνδυνος ανεπάρκειας σε σημαντικά προϊόντα, όπως γάλα, κρέας, οπωροκηπευτικά, σιτηρά, βαμβάκι, είναι ορατός, καθώς το πλήγμα στην κτηνοτροφία της περιοχής είναι τόσο ισχυρό που οδηγεί ήδη πολλούς παραγωγούς στην απόφαση για εγκατάλειψη της δραστηριότητας, ενώ σε όρους φυτικής παραγωγής η πλημμύρα εκτιμάται ότι έχει ήδη «υποθηκεύσει» μηδενική παραγωγή για τουλάχιστον τρεις καλλιεργητικές περιόδους.
Εθνική στρατηγική
Ο αγροτικός κόσμος τονίζει την αναγκαιότητα χάραξης εθνικής στρατηγικής επανεκκίνησης της παραγωγής στον κάμπο, καθώς, όπως υποστηρίζουν στη «Ν» εκπρόσωποι αγροτικών συνεταιρισμών, «οι έκτακτες επιδοτήσεις αποτελούν ένα πρώτο ανακουφιστικό μέτρο και δεν λύνουν σε καμία περίπτωση το μέγεθος της φυσικής καταστροφής, οι επιπτώσεις της οποίας δεν περιορίζονται μονάχα στη Θεσσαλία, αλλά επεκτείνονται σε όλο το φάσμα της αλυσίδας από το χωράφι στο ράφι σε πανελλαδικό επίπεδο. Οι απώλειες στον κάμπο δημιουργούν “ντόμινο” εξελίξεων σε όλο τον εγχώριο πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση, εκτοξεύοντας περαιτέρω τα βασικά λειτουργικά κόστη και κυρίως απειλεί την επισιτιστική επάρκεια στη χώρα. Μόνο από το “κενό” στις καλλιέργειες των βασικών υλών για τις ζωοτροφές στη Θεσσαλία καθιστά μη βιώσιμη την εγχώρια κτηνοτροφία. Ταυτόχρονα, η αβεβαιότητα για το πότε θα μπορέσουν να γίνουν και πάλι καλλιεργήσιμες οι εκτάσεις στη θεσσαλική γη σηματοδοτεί το μέγεθος της δυσκολίας στην εξασφάλιση βασικών αγαθών διατροφής, “υποθηκεύοντας” στα ύψη και επ’ αόριστον τον κλαδικό πληθωρισμό στα τρόφιμα».
Το μέγεθος της καταστροφής δεν μπορεί ακόμα να υπολογιστεί, αλλά θα αρχίσει να διαφαίνεται σταδιακά με το αποστράγγισμα των τεράστιων όγκων από λασπόνερα που έχουν «βουλιάξει» τον θεσσαλικό κάμπο. Η πρώτη εικόνα είναι αποκαρδιωτική, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα φυτικής παραγωγής, άγνωστος ακόμη αριθμός παραγωγικών ζώων, αποθήκες με προϊόντα και λοιπός μηχανολογικός εξοπλισμός και εγκαταστάσεις βρίσκονται ακόμα θαμμένα στις λάσπες.
Οι πρώτες εκτιμήσεις από το τμήμα Κεντρικής Ελλάδος, του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, κάνουν λόγο για βιβλική καταστροφή που προσεγγίζει το 1 εκατ. στρέμματα, στους δήμους Κιλελέρ, Φαρσάλων, Παλαμά, Σοφάδων, Καρδίτσας, Λάρισας και Τρικάλων, αλλά και πολλές περιοχές στη Μαγνησία.
Οι ασυγκόμιστες καλλιέργειες, όπως το καλαμπόκι, το τριφύλλι, η όψιμη βιομηχανική τομάτα και το βαμβάκι, έχουν πλήρως καταστραφεί, ενώ τα ποσοστά βιωσιμότητας σε αποθήκες που ήταν γεμάτες προϊόντα είναι πολύ χαμηλά. Ταυτόχρονα, στα αποκλεισμένα χωριά η συγκομιδή στις περιπτώσεις που δεν έχουν καταστραφεί οι καλλιέργειες είναι αδύνατη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη Μαγνησία η αδυναμία πρόσβασης και από το εσωτερικό αγροτικό οδικό δίκτυο θέτει σε κίνδυνο όλη τη μηλοκαλλιέργεια του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου, που μετρά πάνω από 800 παραγωγούς, καθώς οι τελευταίοι δεν μπορούν να προσεγγίσουν τις καλλιέργειές τους. Αντίστοιχη εικόνα και στην Αγιά Λάρισας. Σε δεινή θέση και οι παραγωγοί αμυγδάλου και κάστανου όπου είχε αρχίσει να γίνεται η πρώτη συγκομιδή.
Για τη μελισσοκομία η καταστροφή στη Θεσσαλία φέρεται να αποτελεί τη χαριστική βολή. Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για τουλάχιστον 20 χιλιάδες πνιγμένα μελίσσια, που έρχονται να προστεθούν στις χιλιάδες καμένες κυψέλες από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού σε διάφορες περιοχές της επικράτειας.
Σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα, ο αγροτικός κόσμος εκφράζει έντονη ανησυχία ότι θα χαθούν τουλάχιστον τρεις καλλιεργητικές περίοδοι μέχρι να αποκατασταθεί το έδαφος στη Θεσσαλία και να μπορέσει να επανεκκινήσει η παραγωγή.
Με στόχο την όσο το δυνατόν ταχύτερη αποκατάσταση της γονιμότητας των πλημμυρισμένων εδαφών στη Θεσσαλία, για να μπορέσουν να καλλιεργηθούν άμεσα, ύστερα από την αποστράγγισή τους, ο ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ προχώρησε στην εκπόνηση ειδικού σχεδίου που περιλαμβάνει αρχική μακροσκοπική εκτίμηση της έκτασης των ζημιών του πλημμυρικού φαινομένου, εδαφολογικές αναλύσεις για τη μέτρηση της γονιμότητας των εδαφών και μέτρα αποκατάστασης.
Έντονες ανησυχίες
Ο Οργανισμός υποστηρίζει ότι οι εκτάσεις που έχουν απλά πλημμυρίσει θα μπορέσουν να καλλιεργηθούν άμεσα μετά την αποστράγγισή τους και οι εκτάσεις που αναμίχθηκαν με φερτά υλικά (ιδιαίτερα σε επίπεδες ζώνες) θα είναι καλλιεργήσιμες υπό προϋποθέσεις. Όπως αναφέρει μιλώντας στη «Ν» ο πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΓΠΑ) Σπυρίδων Κίντζιος: «Το πόσο έχει επηρεαστεί η γονιμότητα του εδάφους στη Θεσσαλία θα μπορέσουμε να το εκτιμήσουμε αφού πραγματοποιηθούν δειγματοληπτικοί έλεγχοι στην περιοχή. Ετοιμάζουμε ένα κλιμάκιο στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο για να πραγματοποιήσει ελέγχους. Η ιστορική εμπειρία λέει ότι το πόσο έχει χαθεί το εύφορο του εδάφους δεν είναι κάτι δεδομένο. Πρέπει να γίνει τάχιστα μια αποτύπωση. Μια τέτοια μελέτη μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε έναν μήνα. Δεν πρέπει να προτρέχουμε σε εκτιμήσεις. Αυτό που μπορούμε να πούμε αυτή τη στιγμή είναι ότι οι παραγωγοί έχουν χάσει τη φετινή τους παραγωγή και κινδυνεύουν να χάσουν τη φθινοπωρινή σπορά. Στις δενδρώδεις καλλιέργειες η απώλεια είναι μεγαλύτερη, καθώς η ζημιά είναι πολυετής. Δεν ξέρουμε τι γίνεται με τη συγκομιδή και το μέγεθος στις απώλειες εκεί. Έχουμε μπροστά μας ένα δύσκολο εξάμηνο. Σημαντικός παράγοντας είναι το πότε θα φύγει το νερό και βέβαια δεν ξέρουμε πότε θα ξαναβρέξει».
Εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι η έλλειψη ζώων. Σε αυτό το πλαίσιο ο ΣΕΚ σε συνεργασία με την Έλλη Τσιφόρου, διευθύνουσα σύμβουλο της Gaia Eπιχειρείν όπου ο Σύνδεσμος είναι μέλος-μέτοχος, προγραμματίζουν κινήσεις για να αξιοποιηθεί κάθε δυνατή υποστήριξη από πλευράς Ευρωπαίων εταίρων, μέσω και του δικτύου των αγροτικών οργανώσεων της Copa Cogeca, αφενός για να στείλουν ζώα οι αλληλέγγυοι Ευρωπαίοι κτηνοτρόφοι και αφετέρου να ζητηθεί η μέγιστη δυνατή κοινοτική υποστήριξη.
Όπως σημειώνει στη «Ν» η κ. Τσιφόρου: «Το αποθεματικό για τις έκτακτες κρίσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική εξαιτίας του πολέμου Ουκρανίας – Ρωσίας, της έντονης ξηρασίας της Ισπανίας και της κατάστασης στη Σλοβενία εκτιμώ ότι έχει εξαντληθεί για φέτος. Συνεπώς κοιτάμε για στήριξη από το 2024, ενώ παράλληλα θα κάνουμε κινήσεις προκειμένου να γνωστοποιηθεί το ζήτημα σε όλες τις ευρωπαϊκές οργανώσεις, ώστε να ζητηθεί και από αυτές η μεγαλύτερη δυνατή στήριξη στον ελληνικό πρωτογενή τομέα».
Το πραγματικό μέγεθος
Μολονότι ακόμη δεν έχει γίνει ορατό το μέγεθος της καταστροφής, που είναι πολλαπλάσιο του «Ιανού», οι πρώτες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι θα κυμανθεί ή και θα ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τον ΕΛΓΑ, ο ετήσιος προϋπολογισμός του ανέρχεται σε περίπου 160 εκατ. ευρώ συν 35 εκατ. για λειτουργικά έξοδα και έχει ήδη εξαντληθεί για το 2023.
Τροφοδότης και ζωοτροφών
Σε ό,τι αφορά τον κτηνοτροφικό κλάδο, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) Παναγιώτης Πεβερέτος, μιλώντας στη «Ν», αναφέρει: «Η πηγή της κτηνοτροφίας είναι η Θεσσαλία. Όχι μονάχα για ζώα, αλλά αποτελεί τον τροφοδότη ζωοτροφών όλης της επικράτειας.
Σε εξέλιξη η καταγραφή
Η καταγραφή για τις απώλειες βρίσκεται σε εξέλιξη. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία από τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Τυρνάβου για μόνο δύο χωριά, τον Αμπελώνα και τη Φαλάνη, όπου υπολογίζεται ότι έχουν πνιγεί 7.000 αιγοπρόβατα. Αντίστοιχα, με βάση τον Συνεταιρισμό Δυτικής Θεσσαλίας, οι αρχικές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 10.000 πνιγμένα ζώα. Σε μία από τις τρεις χοιροτροφικές μονάδες της περιοχής εκτιμάται ότι 500 χοιρομητέρες και 6.500 γουρουνάκια έχουν πνιγεί. Είναι επιτακτική ανάγκη να περισυλλεγούν άμεσα τα νεκρά ζώα, για υγειονομικούς λόγους πρωτίστως. Ωστόσο το πρόβλημα δεν αφορά μόνο το χαμένο ζωικό κεφάλαιο. Ακόμα και για τα ζωντανά που κατάφεραν να σωθούν υπάρχει ζήτημα. Πάνω από 20.000 ζώα από μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες τα οποία κατάφεραν να τα σώσουν έχουν μεταφερθεί σε μαντριά μετακινούμενων κτηνοτρόφων, οι οποίοι όμως θα κατέβουν στα μέσα του μήνα. Πού θα πάνε τα ζώα τους οι κτηνοτρόφοι; Ούτε τροφές έχουν ούτε μέρος να βοσκήσουν υπάρχει». Ο ίδιος επισημαίνει ότι «είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει ένας ολιστικός σχεδιασμός διαχείρισης και πρόληψης με ορίζοντα πενταετίας για να καταφέρει να υπάρξει ανασύσταση στη Θεσσαλία. Δεν υπάρχει μαγικός τρόπος να γίνουν όλα όπως πριν. Γρήγορος και πιο οικονομικός τρόπος για να μπορέσει σε έναν χρόνο να υπάρξει μια επανεκκίνηση είναι οι θερμοκηπιακού τύπου καλλιέργειες και για ζωοτροφές και για ζώα και για αρμεκτήρια. Υπάρχει η δυνατότητα, υπάρχουν σχεδιασμοί υποδομών με βάση τις κοινοτικές οδηγίες. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια διέξοδος στις γενικότερες αλλαγές που έχουν επέλθει από την κλιματική κρίση. Πρέπει η πολιτεία να ακούσει τους αγρότες και τους επιστήμονες».
Η επόμενη μέρα
Για τους κτηνοτρόφους της Θεσσαλίας η επόμενη μέρα είναι εξίσου δύσκολη. Το κόστος για μια μεσαία κτηνοτροφική μονάδα για 400 πρόβατα κυμαίνεται σε τουλάχιστον 200 χιλιάδες ευρώ, ποσό απαγορευτικό για μεγάλη μερίδα παραγωγών, που είναι ήδη υπερχρεωμένοι εξαιτίας των ισχυρών ανατιμήσεων που δέχθηκε το λειτουργικό κόστος της δραστηριότητας την τελευταία διετία.