Μετά από 13 χρόνια, η χώρα μας επανέρχεται στα επενδυτικά φόρα έχοντας μια αξιολόγηση που της επιτρέπει να προσκαλέσει στο Ελληνικό Χρηματιστήριο «συστημικούς παίχτες», όπως χαρακτηρίζονται αυτοί οι οποίοι μπορούν να επενδύουν μόνον εκεί όπου υπάρχει επενδυτική βαθμίδα.
Επομένως Συνταξιοδοτικά Ταμεία και μεγάλοι οίκοι που είχαν προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο βάζουν μπρος τις μηχανές για αυτές τις επενδύσεις. Δεν ξέρει κάποιος πόσο θα μετρήσουν τα πρόσφατα δραματικά συμβάντα που μπορεί να οδηγήσουν βήματα πίσω την Εθνική Οικονομία και τις επενδύσεις. Αυτό θα εξαρτηθεί από την αποτίμησή τους και από το πόσο θα βρεθούν πόροι κοινοτικοί και άλλοι για την αποκατάσταση των ζημιών αλλά και από το κατά πόσον θα επηρεάσουν την ελληνική πολιτική σκηνή. Ας μην ξεχνάμε πως στην πρόσφατη αξιολόγηση μέτρησε σημαντικά η πολιτική σταθερότητα στην χώρα.
Ωστόσο η DBRS δίνοντας την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα βάζει ένα λιθαράκι να ακολουθήσουν το παράδειγμά της τόσο η S&P όσο και η Fitch οίκοι που βάζουν σθεναρά την υπογραφή τους στην αξιολόγηση και των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Σε ότι αφορά τη Moody’s ο οίκος έχει αρκετά πιο πίσω την αξιολόγηση της χώρας και δεν αναμένεται μέσα στο τρέχον έτος να οδηγήσει και αυτός τη χώρα σε βαθμίδα επενδυτική. Πλην όμως έχει πιο πάνω σε αξιολόγηση τις ελληνικές τράπεζες..
Η Μoody’s αξιολογεί την Ελληνική Δημοκρατία στις 15/9, η S&P στις 20/10 και η Fitch στις 2/12.
Οι ελληνικές τράπεζες θα ευνοηθούν σημαντικότατα από αυτήν την εξέλιξη αφού διαφοροποιούνται οι επενδυτές που θα ενδιαφερθούν γι’ αυτές , πολλώ δε μάλλον που το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ετοιμάζει την αποεπένδυσή του από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα.
Ωστόσο οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται περίπου έναν με ενάμιση χρόνο να βρεθούν και αυτές σε επενδυτική βαθμίδα παρά το γεγονός πως οι επενδυτές τους ενδιαφέρονται κυρίως για την επενδυτική βαθμίδα της χώρας.
3 λόγοι που οι ελληνικές τράπεζες μένουν πίσω
- Στους οίκους αξιολόγησης που ασχολούνται με τις τράπεζες αυτές βρίσκονται από 3 έως πέντε βαθμίδες κάτω από την επενδυτική. Οι οίκοι πραγματοποιούν αξιολογήσεις δυό φορές το χρόνο. Επομένως ακόμη και εάν δίδουν θετικές αξιολογήσεις στις τράπεζες, ο χρονικός ορίζοντας δεν φθάνει για νωρίτερα του ενάμισι έτους.
- Οι οίκοι αξιολόγησης θέλουν οι ελληνικές τράπεζες να αγγίξουν το μέσο κοινοτικό όρο σε ότι αφορά τα κόκκινα δάνεια. Αυτά κινούνται σε έναν μέσο όρο 5%-5,5% του χαρτοφυλακίου τους έναντι 1,5% – 2% του μέσου όρου στην Ε.Ε. Και αυτή λοιπόν η παράμετρος απαιτεί μια επιτάχυνση πολλώ δε μάλλον που κόκκινα δάνεια στο μέλλον δεν θα πρέπει να αποκλείονται κυρίως λόγω των επιτοκίων αλλά και λόγω των φυσικών καταστροφών.
- Το σημαντικότερο ωστόσο πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες παραμένει ο υψηλότατος αναβαλλόμενος φόρος στα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων
Παρά το γεγονός πως οι ελληνικές τράπεζες επιθυμούν να βρουν λύση στο οξύ πρόβλημα του DTC εν τούτοις αυτό δεν είναι εύκολο. Μπορεί να καταφέρουν να μειώσουν τον αναβαλλόμενο φόρο σε μικρότερο χρόνο από το αρχικώς προγραμματισμένο. Όμως και πάλι το διάστημα θα είναι μεγάλο. Οι τράπεζες θα ήθελαν να συζητήσουν διάφορους τρόπους μείωσης με βάση τον προγραμματισμό τους ωστόσο η κυβέρνηση πολύ δύσκολα θα άνοιγε μια τέτοια συζήτηση υπό το φόβο κάτι τέτοιο να χτύπαγε στο χρέος.
Ετσι με βάση τις συνθήκες αυτές η αναβάθμιση των τραπεζών θα γίνει σταδιακά και στο διάστημα που προαναφέρθηκε.
Oι ελληνικές τράπεζες όπως καθίσταται φανερό από τους πίνακες έχουν αξιολόγηση Βa2 και Βa3 από τη Moody’s, BB- και Β+ από την S&P και ΒΒ-Β+ και Β από τη Fitch.