Τη δυσκολία της άσκησης της επιστροφής στην «κανονικότητα» αναφορικά με το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τα ελληνικά νοικοκυριά καταδεικνύει μελέτη των δύο Συνδέσμων των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ε.Ε. (ACERCEER),
Και τούτο διότι η Ελλάδα όχι μόνο έδωσε τις πιο γαλαντόμες επιδοτήσεις, αλλά ήταν και μεταξύ των πρώτων χωρών που έσπευσαν να λάβουν μέτρα στήριξης. Κάτι που υπονοεί ότι οι οικιακοί καταναλωτές στη χώρα έχουν «εθιστεί» επί μακρόν σε λογαριασμούς ρεύματος που διατηρούνται σε ελεγχόμενα επίπεδα με «τεχνητά μέσα», τα οποία όμως η Ευρώπη κρίνει ότι ενδείκνυνται να συνεχιστούν μόνο για τους πιο ευάλωτους…
Σύμφωνα λοιπόν με ΑCER και CEER, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε «πρωταθλήτρια Ευρώπης» αναφορικά με το ύψος των μέτρων για την άμβλυνση των παρενεργειών της ενεργειακής κρίσης, έχοντας δαπανήσει το 8,5% του ΑΕΠ στοχεύοντας κυρίως τα νοικοκυριά με οριζόντια μέτρα. Κατά τους υπολογισμούς των δύο φορέων, το συνολικό κόστος των μέτρων που ελήφθησαν σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. μέχρι τώρα προσεγγίζει τα 646 δισ. ευρώ.
ΑCER και CEER σημειώνουν επίσης ότι η Ισπανία και η Ιταλία άνοιξαν πρώτες τον «χορό» της λήψης των μέτρων στήριξης το καλοκαίρι του 2021 και η Ελλάδα ακολούθησε το φθινόπωρο αυτού του χρόνου. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα τα μέτρα στήριξης μετράνε δύο χρόνια ζωής (η επιδότηση στους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών ανακοινώθηκε για πρώτη φορά από το βήμα της ΔΕΘ του 2021) και ήταν πολύ γενναιόδωρα δυσκολεύει τη δρομολογούμενη άρση των οριζόντιων μέτρων στήριξης.
Και τούτο διότι Βρυξέλλες (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και Φραγκφούρτη (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) απαιτούν τη στόχευση των επιδοτήσεων στους ευάλωτους καταναλωτές (που θα πρέπει να καθορίζονται στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων).
Με δεδομένο δε ότι οι χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος εμφανίζουν σταθεροποιητικές τάσεις στα 100 ευρώ/ MWh, σε σημαντικά υψηλότερα δηλαδή επίπεδα σε σχέση με αυτά που εμφανίζονταν προ της ενεργειακής κρίσης και με ορατή την προοπτική περαιτέρω αύξησής τους τους επόμενους μήνες όσο μπαίνουμε προς τον χειμώνα (ιδίως εάν αυτός αποδειχθεί βαρύτερος από τον εξαιρετικά ήπιο χειμώνα του 2022-2023), τότε καθίσταται ορατό το ενδεχόμενο μετάβασης σε μια «νέα κανονικότητα» υψηλότερων λιανικών τιμών ρεύματος χωρίς επιδοτήσεις για την πλειονότητα των τελικών καταναλωτών.
3ο υψηλότερο κόστος ρεύματος σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα
Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με στοιχεία των ACER και CEER, το α’ εξάμηνο του 2022 η Ελλάδα θα ήταν τρίτη πανευρωπαϊκά στο οικιακό κόστος του ρεύματος ως μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος αν δεν συμπεριλαμβάνονταν οι γενναιόδωρες επιδοτήσεις, ενώ την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου 2023 θα ήταν τέταρτη.
Οι δύο ρυθμιστές παρατηρούν επίσης ότι αν και οι λιανικές τιμές υποχωρούν σταθερά στην Ευρώπη από τον Απρίλιο του 2023 (ακολουθώντας με κάποια χρονοκαθυστέρηση την αποκλιμάκωση των χονδρεμπορικών τιμών), οι κυβερνήσεις διστάζουν να άρουν τα μέτρα στήριξης, πιθανότατα επειδή λαμβάνουν υπόψη την αβεβαιότητα για τις μελλοντικές εξελίξεις στις αγορές ενέργειας.
«Σε τελική ανάλυση, καθώς οι τιμές εξακολουθούν να υποχωρούν, η παροχή ευρείας στήριξης ίσως να πάψει να είναι ενδεδειγμένη», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, που επαναλαμβάνει το «μήνυμα» που έστειλαν για πρώτη φορά την άνοιξη του 2023 η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για το ότι πρέπει να πέσουν «τίτλοι τέλους» στις οριζόντιες επιδοτήσεις.
Από την άλλη πλευρά, ACER και CEER παραδέχονται ότι η υποχώρηση των λιανικών τιμών ηλεκτρισμού είναι μικρότερη σε σχέση με αυτή των χονδρεμπορικών τιμών σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Αντί επιδοτήσεων, ACER και CEER τονίζουν ότι το βάρος πρέπει να πέσει στη χορήγηση κινήτρων για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας ή/και στη χρήση περισσότερης ενέργειας σε ώρες μη αιχμής