Skip to main content

Ελληνικές τράπεζες: Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει δάνεια 10 δισ.

(ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΝΤΙΚΟΣ/EUROKINISSI)

Η έκθεση των ελληνικών τραπεζών μόνο στη Ρόδο, που επλήγη σοβαρά από τις πρόσφατες πυρκαγιές, για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ξεπερνά το μισό δισ. ευρώ.

Στο μικροσκόπιο για δυνητικούς κινδύνους αναμένεται να εισέλθουν δάνεια ύψους 10 δισ. ευρώ που έχουν χορηγήσει οι ελληνικές τράπεζες σε δανειολήπτες οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε περιοχές κλιματικά επικίνδυνες.

Αυτό θα αποτελέσει και το διακύβευμα των κλιματικών stress tests τα οποία θα διενεργηθούν την επόμενη χρονιά με στοιχεία του τέλους του 2023.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκθεση των ελληνικών τραπεζών μόνο στη Ρόδο, που επλήγη σοβαρά από τις πρόσφατες πυρκαγιές, για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ξεπερνά το μισό δισ. ευρώ.

Και δεν είναι ασφαλώς μόνον οι καταστροφές οι οποίες μπορεί να υπάρξουν σε αυτά καθαυτά τα κτίρια και τις υπόλοιπες εγγυήσεις. Είναι και οι ζημιές που μοιραία δημιουργούνται στην οικονομική δραστηριότητα των επιχειρηματιών εξαιτίας του προβλήματος αυτού, του πλήγματος δηλαδή που μπορεί να υποστεί η γεωργική παραγωγή μιας περιοχής, η τουριστική δραστηριότητα, η πολιτιστική δραστηριότητα κ.ο.κ. Όλα τα παραπάνω μεταφράζονται σε πιθανή δημιουργία νέων NPEs. Μεγάλο δυνητικό περιβαλλοντικό κίνδυνο αντιμετωπίζει με βάση τα κλιματικά stress tests και η ναυτιλία, στην οποία έχει δοθεί μεγάλο βάρος χρηματοδότησης από ελληνικές τράπεζες.

Επιβάρυνση των τραπεζών του νότου

Ο ευρωπαϊκός Νότος και οι τράπεζές του φαίνεται να επιβαρύνονται με γεωμετρική πρόοδο από την αλλαγή στις κλιματικές συνθήκες, παρατηρούν έγκυροι επιχειρηματικοί και τραπεζικοί παράγοντες.

Και ενώ στο πρώτο κλιματικό test που διενεργήθηκε τον Ιούλιο του 2022 η χώρα μας έλαβε βαθμολογία στον μέσο όρο, αυτό, όπως και για τις λοιπές χώρες της Μεσογείου, μπορεί να αλλάξει άρδην και να απαιτηθούν ακόμη κεφαλαιακές πρόνοιες για τις συγκεκριμένες περιοχές.

Άλλωστε, η προηγούμενη καλή επίδοση των ελληνικών τραπεζών δεν ήταν παρά μια συνθήκη κατανόησης μεταξύ του επόπτη και των τραπεζών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες -όπως κατέγραψε η ΕΚΤ- «δεν έχουν ενσωματώσει ακόμη επαρκώς τους κλιματικούς κινδύνους στο πλαίσιο διενέργειας ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) και τα εσωτερικά υποδείγματά τους».

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε αναδείξει η άσκηση του 2022 ήταν η απουσία στοιχείων που μπορούν να εξαγάγουν μετρήσιμα αποτελέσματα, έτσι ώστε να αξιολογηθεί ο περιβαλλοντικός κίνδυνος που υπάρχει ήδη στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια. Οι ελληνικές τράπεζες δεν διέφεραν σε αυτό το σημείο από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, αφού λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο. Η έλλειψη στοιχείων για τις εκπομπές ρύπων μιας δανειοδοτημένης επιχείρησης οδήγησε στην υιοθέτηση εξωτερικών μοντέλων ενδεικτικών μεταβλητών, των οποίων η αξιοπιστία παραμένει υπό έλεγχο.

Αλλαγή ατζέντας

Τα θέματα, όμως, τώρα έχουν οξυνθεί και η ΕΚΤ έχει ήδη στείλει μήνυμα στις τράπεζες της Ευρωζώνης για το ποια θα είναι τα κυρίαρχα ζητήματα που θα μετρηθούν στην άσκηση.

Τα μοντέλα διαφοροποιούνται και από θεωρητικά γίνονται πρακτικά, μιας και η υπερθέρμανση του πλανήτη από την οποία πλήττεται περισσότερο ο ευρωπαϊκός Νότος παράγει άμεσες συνέπειες, οι οποίες πρέπει να προβληθούν και να αντιμετωπιστούν στη λογική της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών.

Ασφαλώς είναι δύσκολο μια χώρα, που στηρίζεται κατά βάση στον τουρισμό, να μην τον χρηματοδοτεί έστω και με παρόμοια προβλήματα. Ωστόσο, οι μέριμνες των χορηγήσεων πρέπει να είναι διαφορετικές, οι ασφαλίσεις αλλιώτικες και εν τέλει η λήψη σχετικών προβλέψεων απαραίτητη. Συγχρόνως τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα πρέπει να κατευθυνθούν σε τέτοιες περιοχές προκειμένου να βελτιωθούν οι κλιματικές συνθήκες σε αυτές.

Αύξηση κόκκινων δανείων στις αμερικανικές τράπεζες

Ανησυχητικά σημάδια έδειξαν οι αμερικανικές τράπεζες στις ανακοινώσεις των τριμηνιαίων αποτελεσμάτων τους, με κυρίαρχο τη σημαντική αύξηση των κόκκινων δανείων.

Πιο συγκεκριμένα, οι τράπεζες ανέφεραν 18,9 δισ. δολάρια σε μη ανακτήσιμες απώλειες από δάνεια κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου, ποσό αυξημένο σχεδόν 17% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 75% υψηλότερο από την ίδια περίοδο πέρυσι.

Οι τράπεζες των ΗΠΑ υπέστη- σαν ζημιές σχεδόν 19 δισ. δολαρίων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια το διάστημα Απριλίου- Ιουνίου, ποσό που είναι το υψηλότερο της τελευταίας τριετίας τουλάχιστον, καθώς αυξάνονται οι χρεοκοπίες μεταξύ των κατόχων πιστωτικών καρτών και των δανειοληπτών στον τομέα των εμπορικών ακινήτων.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ των «Financial Times», οι τράπεζες ανέφεραν 18,9 δισ. δολάρια σε μη ανακτήσιμες απώλειες από δάνεια κατά τη διάρκεια του τριμήνου, αύξηση σχεδόν 17% σε σχέση με τους προηγούμενους τρεις μήνες και 75% υψηλότερη από την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Συνολικά, οι τράπεζες έχασαν 61 σεντ για κάθε δάνειο 100 δολαρίων, τα περισσότερα από το δεύτερο τρίμηνο του 2020, όταν η πανδημία του κορονοϊού είχε παγώσει την οικονομία. Αναλυτές προέβλεπαν εδώ και καιρό ότι η επιθετική πολιτική που ακολουθεί η Φέντεραλ Ριζέρβ στην αύξηση των επιτοκίων θα προκαλούσε προβλήματα σε όσους έχουν λάβει δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο.

Σε τρία τμήματα

Η άσκηση για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις τράπεζες χωρίζεται σε τρία τμήματα:

  • Το πρώτο αφορά τις πρακτικές που ακολουθούν οι τράπεζες όταν χορηγούν δάνεια, καταγράφοντας τις δικές τους δυνατότητες διενέργειας άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τους κλιματικούς κινδύνους.
  • Το δεύτερο αφορά την προσπάθεια μέτρησης της έκθεσης σε δανειολήπτες που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή ή έχουν υψηλές εκπομπές ρύπων.
  • Το τρίτο, και σπουδαιότερο, τμήμα της άσκησης είναι το πιο δύσκολο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες κλήθηκαν να προβλέψουν πόσα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα έχουν από την κλιματική αλλαγή, με βάση τους δύο βασικούς κινδύνους, δηλαδή μιας μεγάλης διάρκειας ξηρασία με καύσωνες και πυρκαγιές ή, αντίθετα, εκτεταμένων πλημμυρών. Μια πρόχειρη εκτίμηση των τραπεζών είναι πως το 10% των δανείων αυτών μπορεί σε βάθος χρόνου να θεωρηθεί μη εξυπηρετούμενο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.

Στο συγκεκριμένο τμήμα της άσκησης συμμετείχαν 41 ευρωπαϊκές τράπεζες μεταξύ των οποίων και οι ελληνικές.