Την επενδυτική βαθμίδα έδωσε στην Ελλάδα χθες η Scope Ratings, o δεύτερος οίκος αξιολόγησης μετά την ιαπωνική R&Ι που αναβαθμίζει την αξιολόγηση της χώρας. Και οι δύο οίκοι, ωστόσο, δεν αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αναλυτικότερα, σε «ΒΒΒ-» αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο η Scope Ratings, διατηρώντας σταθερό outlook, με αιτιολογικό την ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, την ευνοϊκή τροχιά του δημόσιου χρέους και τις μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, το υψηλό δημόσιο χρέος, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι πολιτικής και η αστάθεια του τραπεζικού συστήματος αποτελούν προκλήσεις.
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρεται, η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας «BBB-» αντανακλά τους ακόλουθους παράγοντες αξιολόγησης της πιστοληπτικής
ικανότητας:
- Διατήρηση της ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης για την Ελλάδα, αντανακλώντας τις αλλαγές μετά την κρίση του Covid-19 για τη στήριξη των ευάλωτων κρατών-μελών της Ευρωζώνης μέσω παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό αντανακλά, από το 2020, καινοτομίες στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και χαλάρωση των απαιτήσεων πλαισίου εξασφαλίσεων που έχουν διασφαλίσει την καταλληλότητα για τίτλους ελληνικών κρατικών ομολόγων παρά τις αξιολογήσεις μη επενδυτικού βαθμού του δανειολήπτη. Τα μέτρα της κεντρικής τράπεζας, σε συνδυασμό με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας ύψους 30,5 δισ. ευρώ (13,7% του μέσου ΑΕΠ 2021-2026) για την Ελλάδα, παράλληλα με τη δυνατότητα περαιτέρω μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης του χρέους από Ευρωπαίους εταίρους, καταδεικνύουν ένα διαρκές ευρωπαϊκό backstop πέρα από τις πρόσφατες κρίσεις, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις.
- Σταθερή τροχιά μείωσης του δημόσιου χρέους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της πραγματικής
οικονομικής ανάπτυξης πάνω από το δυναμικό, του χαμηλού μέσου κόστους επιτοκίων του επικρατούντος χαρτοφυλακίου χρέους και της επίτευξης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 160,7% έως το 2023, σημειώνοντας μείωση 46 π.μ. από την κορύφωση του 2020. - Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν ουσιαστικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και ουσιαστικά ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος παράλληλα με τις πολιτικές που ευθυγραμμίζονται με τη χρηματοδότηση του Recovery and Resilience Facility (RRF) και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο που κινητοποιούν τις επενδύσεις και ενισχύουν την ανάκαμψη.
Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας παραμένουν υπό αμφισβήτηση: πρώτον, το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια σε επανεκτιμήσεις του κρατικού κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το πεδίο εφαρμογής θα θεωρούσε περαιτέρω ουσιαστικές μειώσεις του λόγου του χρέους -σύμφωνα με τις βασικές προσδοκίες- ως κρίσιμες για τη μελλοντική πορεία αξιολόγησης της Ελλάδας. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής διάρθρωσης του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, παράλληλα με τη σταδιακή μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους, και τη συντομότερη μέση διάρκεια του νέου χρέους, αντικατοπτρίζει μια πρόκληση. Δεύτερον, υπάρχουν κίνδυνοι πολιτικής καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από την υπό όρους πίστωση του επίσημου τομέα προς τη χρηματοδότηση με βάση την αγορά λιγότερο υπό όρους. Τρίτον, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν. Τέλος, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες όπως το μέτριο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν περιορισμούς.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το χρονοδιάγραμμα αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας από τους μεγάλους διεθνείς οίκους είναι το εξής: Ο οίκος DBRS θα δημοσιεύσει τη δική του έκθεση στις 8 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν από την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Στις 15 Σεπτεμβρίου θα ακολουθήσει η Moody’s και στις 20 Οκτωβρίου (μετά την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού) η Standard and Poor’s. O φετινός κύκλος θα κλείσει την 1η Δεκεμβρίου με τον οίκο Fitch.