Επιδόσεις «πρωταθλητισμού» στο ευρωπαϊκό ταρτάν στίβου των ανατιμήσεων διατηρεί το εγχώριο ράφι.
Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων στη χώρα μας ήταν «βαρύς» και διαμορφώθηκε στο 12,6% τον Ιούνιο, το ποσοστό είναι χαμηλότερο από το 13,8% που καταγράφηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο το ύψος των ανατιμήσεων σε αρκετά βασικά προϊόντα είναι υψηλότερο στο εγχώριο ράφι σε σχέση με το ευρωπαϊκό.
Στη λίστα της Eurostat που εξετάζει τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή σε 25 βασικές κατηγορίες διατροφής, η Ελλάδα εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό ανατιμήσεων σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. σε συνολικά έντεκα προϊόντα μεταξύ, των οποίων το κρέας, τα φρούτα, το βούτυρο και τα αυγά.
Αναλυτικότερα, η κατανάλωση κρέατος στην Ελλάδα εξελίσσεται σε ακριβό «σπορ», δεδομένου ότι στο σύνολο της κατηγορίας οι αυξήσεις στον εναρμονισμένο δείκτη τιμών διαμορφώθηκαν τον Ιούνιο στο 11,3% όταν στην Ε.Ε. κυμάνθηκε στο 9,6%.
Το εγχώριο μοσχάρι έχει ήδη ανατιμηθεί μέσα σε τρία χρόνια κατά 6 ευρώ το κιλό, με την τιμή του να κυμαίνεται τον Μάιο 2020 έως τα 9 ευρώ και αυτές τις ημέρες να ξεπερνά και τα 15 ευρώ το κιλό.
Ο «χρυσός» χοίρος
Αντίστοιχα και η τιμή του χοιρινού είναι «χρυσάφι», καθώς στην Ελλάδα τον Ιούνιο καταγράφηκε αύξηση κατά 14,8% έναντι 11,1% στην Ε.Ε.
Σημαντική παράμετρος που πρέπει να προσμετρηθεί σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις που καταγράφονται στις τελικές τιμές καταναλωτή στο κρέας είναι η υψηλή εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, καθώς, με βάση εκτιμήσεις, περί το 85% του βόειου κρέατος που καταναλώνουμε προέρχεται από τις αγορές του εξωτερικού, ενώ σε υψηλά επίπεδα διαμορφώνεται και το ποσοστό εισαγωγών στο χοιρινό.
Ενδιαφέρον έχει να σημειωθεί ότι και οι αυξήσεις στις τιμές στο κατσίκι και στο αρνί είναι κατά τι υψηλότερες στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε., με το ποσοστό ετήσιας αύξησης τον Ιούνιο να διαμορφώνεται στο 7,8% εγχωρίως σε σχέση με το ευρωπαϊκό 7,3%.
Τα γαλακτοκομικά
Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών οι εγχώριες τιμές σε γάλα και γιαούρτι διατηρούν μεν διψήφιο ποσοστό αύξησης κατά 12,8% και 10,3% αντίστοιχα, ωστόσο οι «επιδόσεις» αυτές κινούνται χαμηλότερα από την εικόνα που εμφανίζει ο μέσος όρος στην Ε.Ε.
Αντίθετα στο τυρί και το βούτυρο οι αυξήσεις στην Ελλάδα κινούνται με σημαντικά υψηλότερο ρυθμό. Ειδικότερα, τον Ιούνιο του 2023 οι τιμές στο βούτυρο σε ετήσια βάση αυξήθηκαν κατά 7,7% στην Ελλάδα, όταν στην Ε.Ε. μειώθηκαν κατά 2,5%, ενώ στο τυρί η αύξηση στο εγχώριο ράφι ήταν 18,1% όταν στην Ε.Ε. κυμάνθηκε στο 17,6%.
Στα αυγά η αύξηση στον δείκτη τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε στο 16,6% στην Ελλάδα, ενώ ακολουθεί από κοντά η Ε.Ε. με 16,5%.
Πολύ μεγάλη είναι η απόκλιση και στα φυτικά έλαια και λίπη, καθώς σε ετήσια βάση στη χώρα μας οι τιμές αυξήθηκαν κατά 14,3%, ενώ στην Ε.Ε. μόλις 5,5%.
Στο ελαιόλαδο, μολονότι η αύξηση είναι κάτω από τα ευρωπαϊκά επίπεδα, διατηρεί υψηλά επίπεδα, της τάξεως του 21,9%.
Σε ό,τι αφορά τα φρούτα, οι ανατιμήσεις βάζουν «φωτιά» στην κατανάλωση, η οποία εγχωρίως υποχωρεί με ρυθμό 8%-10% με βάση εκτιμήσεις της αγοράς. Τον Ιούνιο η αύξηση διαμορφώθηκε στην κατηγορία στο 10,2% όταν στην Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 8,3%.
Η κατηγορία κατά την οποία η Ελλάδα καταγράφει εμφανώς πιο βελτιωμένη εικόνα στις αυξήσεις είναι η ζάχαρη η πορεία των ανατιμήσεων στο εγχώριο ράφι κινείται μεν με ρυθμό 28%, ωστόσο το ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το 49,7% που εμφανίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δυσοίωνα μηνύματα
Τα μηνύματα για την πορεία των τιμών του Ιουλίου παραμένουν δυσοίωνα, ενώ οι πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με το μπλοκάρισμα των εξαγωγών σιτηρών στη Μαύρη Θάλασσα από τη Μόσχα επιβαρύνει περαιτέρω της κατάσταση για τους προσεχείς μήνες.
Το σκληρό ροκ στις τιμές τροφίμων και βασικών καταναλωτικών ειδών αναμένεται να διατηρηθεί για όλη τη διάρκεια του έτους, καθώς δεν διαφαίνονται σημάδια αποκλιμάκωσης στα βασικά κόστη παραγωγής για τη μεταποίηση και τον πρωτογενή τομέα.
Παρά τις προσδοκίες ότι σύντομα ο δείκτης καταναλωτή τροφίμων θα εμφανίσει υποχωρητικές τάσεις, τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίζεται η αγορά επιβεβαιώνουν τις αρχικές προβλέψεις που διέβλεπαν ότι ο κλαδικός πληθωρισμός είναι «μακράς διάρκειας» και θα παραμείνει και το 2024, ενώ οι τιμές δεν αναμένεται ότι θα επιστρέψουν ποτέ στα επίπεδα του 2021.