Η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας συνιστά μεγάλη πρόκληση για τη χώρα, ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, που εκτίμησε για άλλη μία φορά πως αυτό ότι θα συμβεί εντός του έτους, υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Ο κ. Στουρνάρας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Econostream, υποστήριξε επίσης οτι αποτέλεσμα της επενδυτικής βαθμίδας θα είναι η άμβλυνση, εν μέρει, της αρνητικής επίδρασης σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά από την αύξηση των επιτοκίων.
Αναφερόμενος στις θετικές συνέπειες από την αναβάθμιση της οικονομίας ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι ενώ αντανακλάται ήδη στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, δεν έχει ακόμη προεξοφληθεί όσον αφορά τις ροές ‘Αμεσων Ξένων Επενδύσεων.
Οπως ανέφερε χαρατηριστικά «μόνο το 10% των κεφαλαίων – ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια κ.λπ. – μπορούν να επενδύσουν σε μια επικράτεια χωρίς επενδυτική βαθμίδα. Συνακόλουθα δημιουργείται πολύ μεγάλος χώρος για νέες άμεσες ξένες επενδύσεις ή χρηματοοικονομικές επενδύσεις, όταν η χώρα αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Πολλά περισσότερα κεφάλαια θα έχουν την διάθεση να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία».
«Σε φάση υψηλότερης ανάπτυξης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο»
Μιλώντας για την ελληνική οικονομία υποστήριξε ότι εισέρχεται σε μια φάση υψηλότερης ανάπτυξης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ταυτόχρονα, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται γρήγορα. Ο κ. Στουρνάρας υπογράμισε ότι η « νέα κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προωθήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η οικονομία. Έχει σαφή πολιτικό ορίζοντα τουλάχιστον τεσσάρων ετών».
«Η οικονομία εξασθενεί»
Αναφερόμενος στην πορεία των επιτοκίων ο διοικητής της ΤτΕ επανέλαβε την πρόσφατη δήλωση του σύμφωνα με την οποία, δεν είναι πιθανό να συμβεί ακόμη μία αύξηση τον Σεπτέμβριο από την ΕΚΤ, ενώ θεωρεί σχεδόν, όπως εξήγησε, «υπάρχουν ενδείξεις ότι η οικονομία εξασθενεί. Το βασικό μακροοικονομικό σενάριο της ΕΚΤ προβλέπει θετική ανάπτυξη, αλλά φαίνεται ότι αυτό μπορεί να μην ισχύει.». Αναφερόμενος, μάλιστα, στην αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο ανέφερε ότι « Βασιζόμαστε στα δεδομένα, πρέπει να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά τα στοιχεία τον Ιούλιο, ιδίως την εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας», ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξής του συμπληρώνει «Δεδομένου ότι τώρα φαίνεται ότι τα στοιχεία δείχνουν μια ασθενέστερη οικονομία από τη βασική μας πρόβλεψη, ναι, πρέπει να είμαστε πολύ, πολύ προσεκτικοί, ακόμη και τον Ιούλιο».
Αναφορικά με τις συνέπειες από την αύξηση των επιτοκίων στα δημόσια οικονομικά ανέφερε ότι λόγω των ευνοϊκών συμφωνιών για το δημόσιο χρέος με τους δανειολήπτες μας στο παρελθόν (ιδίως με τον ESM) και λόγω των swaps που έχει κάνει ο ΟΔΔΗΧ, τα πραγματικά επιτόκια του δημόσιου χρέους θα παραμείνουν σχεδόν σταθερά σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια η χώρα δεν αντιμετωπίζει το φαινόμενο της άμεσης μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στο πραγματικό επιτόκιο του δημόσιου χρέους.