Στην επανεξέταση των νομοθετικών ρυθμίσεων που προβλέπουν την παροχή φορολογικών κινήτρων προς τα φυσικά πρόσωπα για τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών μέσων εξόφλησης λιανικών συναλλαγών προτίθεται να προχωρήσει η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.
Αιτία η διαπίστωση ότι τα υφιστάμενα κίνητρα δεν έφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Όπως ήδη έχουν διαπιστώσει στο υπουργείο Οικονομικών, η νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει την έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα του 30% των ηλεκτρονικά εξοφληθεισών δαπανών για την πληρωμή αμοιβών σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιτηδευματιών μέχρι ποσού έκπτωσης 5.000 ευρώ δεν φαίνεται να έχει συμβάλει στον περιορισμό της φοροδιαφυγής που διαπράττεται μέσω της μη έκδοσης αποδείξεων λιανικών συναλλαγών από τις εν λόγω κατηγορίες επιτηδευματιών.
Το μέτρο αυτό αφορά, ειδικότερα, τις ηλεκτρονικά εξοφληθείσες δαπάνες για πληρωμές αμοιβών σε κτηνιάτρους, υδραυλικούς, ψυκτικούς, συντηρητές θέρμανσης, ηλεκτρολόγους, σοβατζήδες, πλακάδες, λοιπά οικοδομικά επαγγέλματα, εκμεταλλευτές ταξί, κομμωτές, γραφεία κηδειών, ινστιτούτα αισθητικής, καθαρίστριες, φωτογράφους, σχολές χορού, γυμναστήρια, δικηγόρους, παιδαγωγούς, οικιακές βοηθούς και γυμναστήρια και προϋποθέτει εκτός από την ηλεκτρονική εξόφληση των αμοιβών και την έκδοση αποδείξεων λιανικών συναλλαγών από τις συγκεκριμένες κατηγορίες επιτηδευματιών.
Ο λόγος της αποτυχίας αυτού του μέτρου είναι ότι η μείωση του φόρου εισοδήματος που κερδίζει κάθε φορολογούμενος που ζητά και λαμβάνει απόδειξη από αυτές τις κατηγορίες επαγγελματιών είναι πολύ μικρότερη από την… έκπτωση που του κάνει ο επιτηδευματίας στην τελική τιμή μη απαιτώντας τον αναλογούντα ΦΠΑ 24%, εφόσον ο φορολογούμενος δεχτεί να μη λάβει απόδειξη. Μάλιστα, το κέρδος από την αποφυγή πληρωμής του ΦΠΑ 24% μέσω της μη έκδοσης απόδειξης είναι για τον πελάτη-φορολογούμενο άμεσο, ενώ το κέρδος της μείωσης του φόρου εισοδήματος πιστώνεται πολλούς μήνες αργότερα.
Για παράδειγμα, για μία εργασία από υδραυλικό καθαρής αξίας 100 ευρώ, ο ΦΠΑ που αναλογεί είναι 24 ευρώ (100 ευρώ Χ 24%).
Αν ο φορολογούμενος ζητήσει από τον υδραυλικό απόδειξη θα πληρώσει 124 ευρώ (100 ευρώ + 24 ευρώ ΦΠΑ). Στη συνέχεια, από την αξία των 124 ευρώ που θα έχει πληρώσει, το 30%, δηλαδή τα 37,2 ευρώ, η ΑΑΔΕ κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης θα το αφαιρέσει από το φορολογητέο εισόδημά του. Αν όμως ο φορολογούμενος αυτός είναι μισθωτός ή συνταξιούχος και το συνολικό του εισόδημα είναι μεγαλύτερο από το αφορολόγητο των 8.636 ευρώ, αλλά δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, το όφελος σε μείωση φόρου αν γίνει έκπτωση των 37,2 ευρώ από το ετήσιο εισόδημά του θα είναι μόλις 8,20 ευρώ! Δηλαδή, θα έχει πληρώσει επιπλέον 24 ευρώ σε ΦΠΑ για να αναγκάσει τον υδραυλικό να του εκδώσει απόδειξη για να γλιτώσει μόλις 8,20 ευρώ σε φόρο εισοδήματος και αυτό αρκετούς μήνες μετά την έκδοση της απόδειξης, όταν θα γίνει η εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης.
Αν δεν ζητήσει απόδειξη ο υδραυλικός θα αρκεστεί να εισπράξει από αυτόν τα 100 ευρώ της καθαρής αξίας. Με τη… συμφωνία αυτή ο φορολογούμενος γλιτώνει τα 24 από τα 124 ευρώ της συνολικής κανονικής τιμής της εργασίας του υδραυλικού με ΦΠΑ, δηλαδή κερδίζει έκπτωση 19,35% στην τελική τιμή (24 ευρώ/124 ευρώ Χ 100).
Προς κατάργηση
Εξαιτίας λοιπόν της διαπίστωσης ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν απέδωσε, το νέο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα προχωρήσει κατ’ αρχήν στην κατάργησή της. Η αντικατάστασή της με άλλη διάταξη, η οποία θα παρέχει ακόμη πιο ισχυρά κίνητρα μειώσεων φόρου δεν πρέπει να θεωρείται πλέον βέβαιη, δεδομένου ότι η νέα ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών φέρεται να επανεξετάζει όλο το νομοθετικό πλαίσιο για τα κίνητρα φορολογικής συμμόρφωσης. Σύμφωνα δε με πληροφορίες, το νέο αναμορφωμένο πλαίσιο των φοροκινήτρων για τις αποδείξεις θα παρουσιαστεί στο πρώτο εξάμηνο της θητείας της νέας κυβέρνησης.
Υπό επανεξέταση θα τεθούν και άλλα μέτρα που εφαρμόζονται ήδη, όπως:
- η υποχρέωση κάλυψης ποσοστού 30% του ετησίου ατομικού φορολογητέου εισοδήματος με δαπάνες εξοφληθείσες μέσω ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής,
- η έκπτωση από τον φόρο εισοδήματος του 40% των ηλεκτρονικά εξοφληθεισών δαπανών για ανακαίνιση και λειτουργική αναβάθμιση κατοικιών, η οποία γίνεται σταδιακά μέσα στην επόμενη τετραετία κάθε φορολογικού έτους.
Και αυτά τα μέτρα φαίνεται ότι δεν έχουν αποδώσει.